elpenorartepoetica.bolgspot.com

Τρίτη 4 Απριλίου 2017

6 POEMAS DE ENRIQUE MORON(6 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΝΡΙΚΕ ΜΟΡΟΝ,ΓΡΑΝΑΔΑ 1942.Μετάφραση Σ.Καραγιάννης,Α.Στεργίου

                                            6 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ 


                                           ENRIQUE MORÓN

                                                (Granada,1942)



Traducción S.Karagiannis,A.Stergiou
Μετάφραση Σ.Καραγιάννης Α.Στεργίου


Enrique Morón

Enrique Morón Morón (Cádiar, Granada, 1942) es un poeta y dramaturgo español.
Catedrático de Instituto de Lengua y Literatura españolas, se licenció enFilología Románica en la Universidad de Granada.1 En la actualidad, esacadémico de número de la Academia de Buenas Letras de Granada.
Sus primeras obras datan de 1963 y 1964 (Poemas, Romancero alpujarreño y El alma gris) pero es a partir de 1970 cuando alcanza la madurez, revelándose como una de las voces poéticas más destacadas de la actualidad.2

Obra

En un primer periodo publica:
·         Romancero alpujarreño (Granada, 1963).
·         El alma gris (Granada, 1964).
Entre los años 1970 y 1988, continúa su producción con los siguientes títulos:
·         Paisajes del amor y el desvelo (Barcelona, 1970).
·         Odas numerales (Barcelona, 1972).
·         Templo (Granada, 1977).
·         Bestiario (Barcelona, 1979).
·         Cantos adversos (Barcelona, 1985).
·         Crónica del viento (Sevilla, 1988).
·         Soledad
·         Sereno manantial
Estas ocho obras, las dos últimas inéditas hasta entonces, más Romancero alpujarreño componen la recopilación:
·         Poesía 1970-1988 (Granada, 1988).
Posteriormente publica:
·         Despojos (Granada, 1990).
·         La brisa de Noviembre (Granada, 1995).
·         Veredas (Almería, 1995).
·         Otoñal égloga(Granada, 1996).
·         Cementerio de Narila (Órgiva, 1996).
·         Senderos de Al-Ándalus (Granada, 1999).
·         Del tiempo frágil (Almería, 1999).
·         Inhóspita ciudad(Granada, 2002).
·         Florilegium (Salobreña, 2003).
·         Si canta el ruiseñor (Salobreña, 2004).
·         Odas numerales(Granada, 2005).
·         La senda de los eucaliptos; Las piedras del molino (Salobreña, 2007).
·         Sonetos al silencio (Salobreña, 2009).
Entre su obra dramática destacan:
·         La mecedora (Órgiva, 1998) y su
·         Trilogía del esparto (Motril, 1999), que recoge las obras
·         Fin de año,
·         La noche de los perros y
·         Las flores del ocaso.
Ha publicado sus memorias bajo el título:
·         El bronce de los días: memorias (Granada, 2003).

Distinciones

Desde 2005 es académico de número de la Academia de Buenas Letras de Granada.







 1.EPITAFIO

Hay dos tumbas iguales
en este cementerio:
la una de mármol blanco,
la otra de mármol negro.
Las dos se cubrirán
de nieve en el invierno.



ΕΠΙΤΑΦΙΟ

Υπάρχουν δυο τάφοι όμοιοι
σ’ αυτό το κοιμητήριο:
ο ένας από λευκό μάρμαρο,
ο άλλος από μαύρο μάρμαρο.
Κι οι δυο θα σκεπαστούν
από χιόνι το χειμώνα.

2.LA CAIDA DE LOS MITOS

Nunca admiré la vanidad del héroe
ni la humildad del santo.
Si escéptico me llamas
porque no me cautivan tus historias,
procura renovar tu epistolario
con más fluidez,
los hombres se merecen
muchas más atenciones que los dioses.




Η ΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ

Ποτέ δεν θαύμασα τη ματαιοδοξία του ήρωα
ούτε την ταπεινοφροσύνη του αγίου.
Αν σκεπτικιστή με αποκαλείς
γιατί δεν με συνεπαίρνουν οι ιστορίες σου,
προσπάθησε ν’ ανανεώσεις τις επιστολές σου
με περισσότερη ευφράδεια,
οι άνθρωποι αξίζουν
πολύ περισσότερη προσοχή απ’ ότι οι θεοί.


3.TRISTEMENTE PEQUEÑO


Sentado como siempre en la quietud del tiempo,
mirando los objetos que siempre han sido míos.
Tristemente pequeño me ha quedado un caballo
de cartón, y un revólver tristemente pequeño.

En estuche cerrado, lápices de colores
y un papel donde luce un eterno arco iris.
Blanca-Nieves sonríe con tristeza en el fondo
de su blanco vestido de amarillo y de sombra.

Blanca-Nieves sonríe sin los siete enanitos;
los años han raído sus pequeñas figuras.
Oh redondos carrillos, oh calzones bombachos,
oh cotidianos héroes que arrebató la muerte.

Sentado como siempre en la quietud del tiempo,
mirando los objetos que siempre han sido míos,
tristemente pequeño me ha quedado un recuerdo
de cartón y de polvo, tristemente pequeño.


ΑΠΕΛΠΙΣΤΙΚΑ ΜΙΚΡΟ

Καθισμένος όπως πάντα στην απανεμιά του χρόνου,
κοιτάζοντας τα πράγματα που πάντοτε ήταν δικά μου.
Απελπιστικά μικρό μου φάνηκε ένα άλογο
από χαρτόνι, και ένα πιστόλι απελπιστικά μικρό.

Σε μια κλειστή θήκη, πολύχρωμα μολύβια
κι ένα χαρτί όπου λάμπει ένα αιώνιο ουράνιο τόξο.
Η Χιονάτη χαμογελά λυπημένα πίσω από
το λευκό φόρεμά της με τα κίτρινα και τις σκιές.

Η Χιονάτη χαμογελά δίχως τους εφτά νάνους·
τα χρόνια έχουν φθείρει τις μικρές τους φιγούρες.
Ω στρογγυλά μάγουλα, ω φαρδιά παντελονάκια,
Ω καθημερινοί ήρωες που άρπαξε ο θάνατος.

Καθισμένος όπως πάντα στην απανεμιά του χρόνου,
κοιτάζοντας τα πράγματα που πάντοτε ήταν δικά μου,
απελπιστικά μικρή μου φάνηκε μια ανάμνηση
από σκόνη και χαρτόνι, απελπιστικά μικρή.



4.TODO LO PERDI UNA TARDE

 

Todo lo perdí una tarde al borde de la poesía:
mi espada de duro roble, mi escudo de roble duro,
mi corazón colorado y esa triste fantasía
que tuve para el amor cuando el amor era oscuro.
Ninguna sonrisa amena quiso acercarse a mi frente,
ningún amigo de veras quiso prestarme su abrigo.
Todo lo perdí una tarde: ni el roble me fue prudente,
ni exagerado el amor, ni verdadero el amigo.


ΟΛΑ ΤΑ ΕΧΑΣΑ ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ

Όλα τα έχασα ένα βράδυ στα όρια της ποίησης:
το σπαθί μου από σκληρή δρυ, την ασπίδα μου από δρυ σκληρή επίσης,
την κόκκινη καρδιά μου κι αυτή τη θλιμμένη φαντασία
που για τον έρωτα είχα όταν ο έρωτας ήταν σκοτεινός.
Κανένα ευχάριστο χαμόγελο δε θέλησε να πλησιάσει στο μέτωπό μου,
κανένας αληθινός φίλος δε θέλησε να μου δανείσει το πανωφόρι του.
Όλα τα έχασα ένα βράδυ: ούτε η δρυς αποδείχτηκε συνετή,
ούτε υπερβολικός ο έρωτας, ούτε αληθινός ο φίλος.



5.ODA AL SIGNO MENOS

Pero llegó el silencio. Y el otoño
era una muerte horizontal y sola;
los árboles talados, las umbrías
enmohecidas de olvidos y de hojas.
Atardecer. Puñales del ocaso.
Heridas en el sol y carne roja.
Un desfile de brujas van cantando
entre dientes, montadas en escobas.
¿A dónde está el amor? ¿En dónde viven
las alboradas tibias, las alondras
que conocen el ritmo de la sangre
definitiva de las amapolas?
¿Qué corazón soporta esta tristeza
cautiva en lo profundo de la boca?
¿A dónde está el amor? ¿Qué viento fuerte
pulió mi negación rotunda y sobria?
Preguntas y preguntas y silencio
y silencio y silencio, hora tras hora.
Ojos abiertos y cerrados. Ojos
que nada ven y nada esperan. Sombras
.


ΩΔΗ ΣΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΜΕΙΟΝ

Αλλά ήρθε η σιωπή. Και το φθινόπωρο
ήταν ένας θάνατος οριζόντιος και μόνος·
τα δέντρα κομμένα, τ’ απόσκια
μουχλιασμένα από λησμονιές και φύλλα.
Σούρουπο. Στιλέτα του λυκόφωτος.
Πληγές στον ήλιο και κόκκινη σάρκα.
Ένα σμάρι από μάγισσες πάει
σιγοτραγουδώντας, καβάλα σε σκούπες.
Που να ‘ναι ο έρωτας? Που να ‘ναι
οι τρυφερές καντάδες, οι κορυδαλλοί
που ξέρουν τον οριστικό ρυθμό
του αίματος των παπαρούνων?
Ποια καρδιά αντέχει αυτή τη θλίψη
την εγκλωβισμένη στα βάθη του στόματος?
Που να ‘ναι ο έρωτας? Ποιος δυνατός άνεμος
απάλυνε τη λιτή και απόλυτη άρνησή μου?
Ερωτήσεις και ερωτήσεις και σιωπή
και σιωπή και σιωπή, ώρα με την ώρα.
Μάτια ανοιχτά και κλειστά. Μάτια
που τίποτα δε βλέπουν και τίποτα δεν ελπίζουν. Σκιές.


6.SECO DOLOR EN LA NOCHE

No sé. Quiero llorar. Pero es a veces
cuando el llanto no acude. Y es preciso
llorar. Y es necesario llorar. No sé.
Pero me invade un dolor por el cuerpo.
Un dolor seco de rastrojo. Estío
ha segado mis ojos y no puedo
llorar. Y es necesario llorar. Voy
camino de la muerte. Quizá quiera
morir. ¡Señor, sin una sola lágrima…!
Sin una sola lágrima morir
es algo cruel. Mordiéndome los labios
estoy aquí, cansado, en esta noche
de dolor seco, de dolor abrupto
como el tronco de un árbol. Esta angustia.
Esta quietud robusta. Y es preciso
llorar. Pero no puedo llorar. Soy
una gran piedra sobre la llanura,
un metal oxidado, un árbol seco.
Las noches pasan sobre mí. Las noches
no acaban de pasar. Ni un solo pájaro
canta. Ni una sola hoja se mueve.
Mis mejillas son tierra. Mis mejillas
son tierra con bolinas y cúspides.
Quiero llorar. Pero mi ojos miran.


 ΞΗΡΟΣ ΠΟΝΟΣ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

Δε ξέρω. Θέλω να κλάψω. Αλλά είναι κάποιες φορές
που το κλάμα δεν έρχεται. Κι είναι απαραίτητο
να κλάψω. Κι είναι αναγκαίο να κλάψω. Δεν ξέρω.
Αλλά με καταλαμβάνει ένας πόνος στο κορμί.
Ένα απομεινάρι ξερού πόνου. Το καλοκαίρι
έχει στεγνώσει τα μάτια μου και δεν μπορώ
να κλάψω. Κι είναι αναγκαίο να κλάψω. Βαδίζω
προς τον θάνατο. Ίσως να θέλω να
πεθάνω. Κύριε, χωρίς ούτε ένα δάκρυ…!
Το να πεθάνω χωρίς ούτε ένα δάκρυ
είναι κάτι σκληρό. Δαγκώνοντας τα χείλη μου
είμαι εδώ, κουρασμένος, σ’ αυτή τη νύχτα
του ξηρού πόνου, του ξαφνικού πόνου
σαν τον κορμό ενός δέντρου. Αυτή η αγωνία.
Αυτή η ατέλειωτη ηρεμία. Κι είναι απαραίτητο
να κλάψω. Αλλά δεν μπορώ να κλάψω. Είμαι
μια μεγάλη πέτρα πάνω στην πεδιάδα,
ένα μέταλλο οξειδωμένο, ένα ξερό δέντρο.
Οι νύχτες περνούν από πάνω μου. Οι νύχτες
δεν σταματούν να περνούν. Ούτε ένα πουλί
δεν τραγουδά. Ούτε ένα φύλλο δεν κινείται.
Τα μαγουλά μου είναι χώμα. Τα μάγουλά μου
είναι χώμα με κορυφές και υψώματα.
Θέλω να κλάψω. Αλλά τα μάτια μου κοιτούν.




ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ. Πρώτη ποιητική συλλογή Ελευθερίας Σταυράκη. Εκδόσεις Απόπειρα-Αθήνα 2016



                            Ελευθερία Σταυράκη




                Ιθαγένεια



                                                      










                                                  Εξ αίματος



















Οι θάλασσες ήταν πολλές
και μικρές
μεγάλωναν το καλοκαίρι εκείνο
κρύβονταν στα δέντρα και στα σύννεφα
το πρώτο πέταγμά τους πανηγύριζαν
ως την αυγή αδέσποτες
-ακόμη θα ‘ταν
αν δεν κατέφευγαν στην αγκαλιά μας
τα κύματά τους
αν δεν έβρισκαν τροφή και θάρρος
ν’ απλώσουνε χεράκια
στο λαιμό, τα μάτια, τα μαλλιά
να μας κάνουν ν’ αγαπήσουμε ξανά
εκείνες πρώτες

Τα παιδιά μας
εκείνο το καλοκαίρι
μικρές θάλασσες












                Γέννηση
                     
Στα βρόμικα του λιμανιού
Όπου η πόλη ξέπλενε τα όνειρά της
Απ’ τη μεριά τού καταπράσινου βουνού
κατέβαιναν ποτάμι καβαλάρηδες
τον ύπνο μου ποδοπατούσαν μεθυσμένοι
Μαζί τους έμαθα
να ταξιδεύω στα θολά νερά
λυγίζοντας τα ρεύματα κουπιά
Ν’ ακολουθήσω μου ’λεγαν
το πλοίο καθώς έφευγε
γεμάτο κωπηλάτες

Έχτισα το ταξίδι μου στη θάλασσα
-μοναδική περιουσία-
κι απόμεινα χωρίς πατρίδα














       



                                              Ροζ

     «Τα μονοπάτια όπου βαδίζεις για να μεγαλώσεις
        να’ ναι σπαρμένα με πληγές καλοδεχούμενες»
                            έλεγε και δίπλωνε
              στην παλάμη μου μία σταγόνα φως.
                 Να καλοπιάνω,έλεγε, το κόκκινο.

         Ύπουλο χτύπημα στη φτέρνα της απώλειας.



















      Επίγνωση

Μάζευα πεταλούδες
Τις έκοβα από τα δέντρα
Τα φτερά τους μάτωναν
Έπλεκα φρέσκα μπουκέτα κόκκινα

Μάζευα μέρες
στην παλιά πόλη
όσο κι αν ήταν βροχερές
Πάνω τους καρφίτσωνα τις πεταλούδες

Οι μέρες κόκκινες ανέβαιναν
στους τοίχους του σπιτιού
που παρίσταναν τους πληγωμένους
κι όμως στον ήλιο  χόρευαν
μέσα τους 
κατακόκκινη εγώ,
από ντροπή ή πάθος,
να ξέρω πως
για να ζήσω
χρειάζομαι
τόσες πεταλούδες νεκρές
τόσο κόκκινο







                                               Αυτόπτης μάρτυρας
    Την ιστορία τους μου αφηγήθηκαν τα ίδια τα πουλιά -αρκετά χρόνια μετά το συμβάν. Γέρικα πια και με περίεργες συνήθειες, βυθισμένα σε μια ιδιόμορφη μοναξιά - ίσως λόγω της ψυχοσύνθεσης που διαμορφώνουν ζωικά είδη προορισμένα για μαζική κατανάλωση. Γαλοπούλες! Ποτέ μου δεν είχα σ’ εκτίμηση το κρέας τους. Τα Χριστούγεννα στο σπίτι τρώμε συνήθως κοτόπουλο με κουκουνάρια και κάστανα ή χοιρινό στο φούρνο. Έσπευσα να το διευκρινίσω εγκαίρως –προς αποφυγήν παρεξηγήσεως- αποσιωπώντας ωστόσο τα σνίτσελ και τα φιλέτα γαλοπούλας σε περιόδους δίαιτας. Φάνηκαν να ικανοποιούνται και να χαλαρώνουν λίγο.
     Εκείνη τη μέρα, θυμήθηκαν, όλα έμοιαζαν να έχουν τελειώσει οριστικά. Ο μεγάλος αρσενικός κρεμασμένος ανάποδα, με τα πόδια σφιχτοδεμένα, ανέπνεε τις τελευταίες σταγόνες της εξοχής ιδρωμένης από την πρωινή ζέστη-ή έτσι νόμιζε, αν υποθέσουμε ότι οι οσμές αυτές έστω και δύσκολα θα μπορούσαν να διαπεράσουν την πηχτή ξινίλα του σκοτωμένου αίματος και να φτάσουν εγκαίρως μέχρι τη γραμμή παραγωγής. Λίγα μέτρα πιο πέρα μπορούσε να διακρίνει ήδη τα κορμιά σφαγμένα των δικών του, της γυναίκας και των παιδιών του – είχαν πολλά, τους άρεσε να γεννοβολούν. Εκείνη τη στιγμή τα μάτια του τρεμόπαιξαν, το λεπίδι που πλησίαζε σταμάτησε ακριβώς δίπλα στο λαιμό του, το μαρτύριο έπαιρνε παράταση: πάνω που σφράγιζε τα βλέφαρα με προοπτική αιωνιότητας, ένιωσε να επιστρέφει σφοδρότερη η ζαλάδα του επικείμενου πόνου. Το κορμί του σφίχτηκε μια γροθιά απόγνωσης, τότε ήταν που συνάντησε το βλέμμα τού γιου του, ένας απόμενε, τον έβλεπε καθαρά απέναντι, στην παράλληλη γραμμή παραγωγής, κρεμόταν ολοζώντανος ανάποδα - πλάι του σταματημένο το λεπίδι.
     Θα πέθαιναν μαζί λοιπόν μόλις ερχόταν το ρεύμα. Οι μηχανές ακούστηκαν πάλι βραχνιασμένες, η δουλειά ξεκινούσε, αυτό ήταν, τα δυο πουλιά κρατήθηκαν για τελευταία φορά από τα βλέμματά τους. Το ρεύμα κόπηκε ξανά. Κάτι σοβαρό συνέβαινε, οι άνθρωποι πηγαινοέρχονταν και φώναζαν. Ένας ανάμεσά τους, παχουλός με μαύρο λιπαρό κεφάλι, σκούπισε τα αίματα από τα χέρια στην ποδιά του, εσείς οι δυο, είπε μέσ’ από τα δόντια, κάποια δύναμη θέλει να ζήσετε. Κι έκοψε τα σχοινιά. Πρώτα ο ένας, μετά ο άλλος έβλεπαν ξανά τον κόσμο απ’ την καλή.
    Ο άνθρωπος μετέφερε στην αυλή του τα πουλιά. Εκείνα τα Χριστούγεννα προτίμησε να φάει ψάρι – κ ήταν ήσυχος με τη συνείδησή του γιατί, όπως υποστήριζε, κάτι διέκρινε αλλιώτικο στο βλέμμα τους, ολοένα καθαρότερα κοιτάζανε σαν άνθρωποι που επέζησαν από μια συμφορά μεγάλη, ένα ολοκαύτωμα, ενώ η σωτηρία τους αποδείκνυε τη στέρεη δύναμη των καλών προθέσεων της τύχης.
     Γιατί δευτερόλεπτα μετά το συμβάν η γραμμή παραγωγής συνέχισε απτόητη το ταξίδι της για μήνες, χρόνια, μέχρι σήμερα που μιλάμε. Όσο για τα δυο πουλιά, δεν έβγαλαν έκτοτε ποτέ τον ήχο αυτόν τον τόσο χαρακτηριστικό του είδους τους. Άσε που δεν παύουν να κοιτάζονται ακόμη και όταν τρώνε, ίσως και όταν κοιμούνται. Λες και ανά πάσα στιγμή μπορεί ν’ απειλήσει το λαιμό τους μια αόρατη λεπίδα στο μη μετρήσιμο χρόνο μιας μεταφυσικής γραμμής παραγωγής. Τα ίδια πάντως ισχυρίζονται πως δε φοβούνται πια το θάνατο αλλά τη μοναξιά, αν τύχαινε ετούτη τη φορά σ’ αυτή τη γραμμή παραγωγής η τύχη να πάρει πρώτα το κεφάλι τού ενός και έπειτα του άλλου.





























         Ψιλή Κυριότητα

Αποχαιρέτισε το σπίτι στο χωριό
έσφιξε στην παλάμη της βαθιά ρυτίδα
κληρονομιά της μάνας
που τη φόραγε στο μέτωπο περήφανη,
βαθιά στο χώμα είχε θάψει πόλεμο και πείνα
σπαρμένα κείτονταν χωράφια με τις γέννες της

Και πριν από κείνη
φιγούρες άγνωστης ζωής
μυθογεννά ο νους μου
Συναντιόμαστε
στο μέσον μιας πορείας βασανιστικής
στο γυναικείο σώμα
-πάντα λιωμένο στο καλούπι της ανάγκης
Η μία ταΐζει την άλλη
η μία χτυπάει την άλλη
μέχρι να γονατίσει
να μεταλάβει κι εκείνη
σώμα και αίμα μάνας
να ζητήσει συγχώρεση
για σύντομης χαράς μικρό κομμάτι

Σηκώνονται
συνεχίζουν το δρόμο τους
σιωπηλές αδίστακτες
στα χέρια σίδερο
κρατούν την απόφαση
να υποφέρουν
να κερδίζουν τη ζωή
να χάνουν τα παιδιά τους
να γεννούν τα παιδιά τους
βυθίζονται στο βούρκο της αγάπης
παραδομένες μέχρι πνιγμού
αμετανόητες
ακολουθούν η μια την άλλη
πιασμένες από χέρια τυφλά
οριστικά χαμένες
μα όχι ανύπαρκτες

Κληροδοτούν το μέλλον





















Αποφώνηση

Ήταν όμορφο ζευγάρι
Ζούσανε για χρόνια στο υπόγειο
Με τον καιρό εκείνη έγινε ο άντρας της
-από ανάγκη ή επειδή μπορούσε-
μισό χαμόγελο που της απέμενε
φύλαγε στ’ ασπρόρουχα των παιδιών,
για να μυρίζουν ζάχαρη και λεμόνι

Κάθε χειμώνα τάιζε στην αυλή της
δύο ηλίανθους δειλούς
Έσφιγγαν τις γροθιές τους
τρελαμένοι από φόβο
μην  και δεν έρθει η άνοιξη
Φοβότανε κι εκείνη
μην και δεν έρθει η άνοιξη,
ν’ ανοίξει τα παράθυρα
να μπει ένας αέρας παλικάρι
να σκοτώσει την μπόχα της κουζίνας
για χάρη της


Έφυγε εκείνος πρώτος
Το σπίτι δόθηκε αντιπαροχή
Τώρα το φαγητό περίσσευε
κι ο χρόνος
-αν ήταν βολικό
θα μοίραζε λίγη ζωή
σ’ όσους την έχουν πιο πολλή ανάγκη



Όταν βαρέθηκε να περιμένει 
την ώρα της
μάζεψε στην ποδιά  
τις μέρες που περίσσευαν
Και τάισε τα περιστέρια




                                          Υπεραξία
                                 
           Απέξω κι ανακατωτά. Διέταζε. Να πω το μάθημα.
            Έτρεμαν τα πόδια μου - δεν ένιωθα τις λέξεις.
            Έτρεμαν τα πόδια της - μήπως αποτύχω,
                    μήπως αποτύχει.
            Έσφιγγα το μάθημα στα δόντια, κι ας έβλεπα
           πόσο σφιχτά κρατούσε το βιβλίο της ζωής μου
                    ανάποδα.








             




Mήδεια Ι

Καημένη μάνα
Ώρες ώρες απορώ μαζί σου. Τόσο αδύναμη, εσύ, που κάποτε το έσκασες απ΄ το παλάτι του πατέρα σου μαζί με το χρυσάφι του. Για τα μάτια ενός ωραίου Έλληνα ταξιδευτή.
Τόσο απρόβλεπτη. Σ’ αγαπώ. Και σε λυπάμαι.
Οργώνεις τα δωμάτια σαν τρελή, τραβάς τα μαλλιά σου, γδέρνεσαι. Κι έπειτα στολίζεις όπως όπως την ασχήμια σου –μην τάχα κι έρθει εκείνος.
Μάταια. Ο πατέρας όπου να ΄ναι φέρνει τη νέα γυναίκα του, από βασιλική γενιά και τούτη. Σε διατάζει να τη σέβεσαι –αλλιώς σε διώχνει αμέσως. Δεν έχει το θεό του – σε τρελαίνει.
Κι εσύ τον απειλείς τάχα με ύβρεις και κατάρες, πως θα του κόψεις το κορμί με το πιο ακριβό μαχαίρι.
Καημένη, μάνα. Αφού τον αγαπάς ακόμη. Ποτέ σου δε θα σήκωνες χέρι επάνω του. Όλα τα χρυσάφια γύρω μας εσύ του χάρισες με την καρδιά σου. Απόμεινες πάμφτωχη.
Μοναδική περιουσία σου, εμείς εγώ και ο αδελφός μου. Αρκέσου στην αγάπη μας, πιο πλούσια να γίνεις. Ή, αν αντέχεις, φύγε. Θα σε ακολουθήσουμε.
Δύστυχη, και τη ζωή μου θα ‘δινα για σένα.
Άλλη επιλογή δεν έχεις. Η τύχη και η δόξα σου εμείς,
εγώ και ο αδελφός μου.











Μήδεια ΙΙ

Τα παιδιά μου έρχονται συχνά στο σπίτι
Παίζουμε το παιχνίδι
που αγαπούνε περισσότερο
Τις νύχτες κοιταζόμαστε
μάτια κόκκινα αμίλητα
κυνηγούν το παραμύθι
χαμένο μέσα μου
Τα ξεγελάω
με λόγια ξύλινα γλυκά
Απ’ τα σπασμένα στόματα
ηχούνε οι ανάσες 
κοροϊδία
Όταν βαριούνται
χορεύουνε πιασμένα χέρι χέρι
Με βάζουνε στη μέση
αδύναμη μικρή
πάνω μου ξερνάνε
ουρλιαχτά και όνειρα
φωνάζω -ησυχία επιτέλους!-
βιάζομαι να συγυρίσω
κάθε απόδειξη της ύπαρξής τους
Ποιον κοροϊδεύω άραγε;
Δεν ξέρω από παιδιά
Πανηγυρίζουν κρεμασμένα
στις τεντωμένες μου χορδές 
ενώ τους εξηγώ
όσο πιο απλά μπορώ
ότι δε φταίω
που δεν αγάπησα ποτέ κανέναν
ούτε τον εαυτό μου
και τίποτε δικό μου
πριν κινδυνεύσω να το χάσω
-ή αφού το έχασα
Τους αρέσουνε οι δικαιολογίες
τις βρίσκουνε αστείες
τις αρπάζουν παίζουνε μαζί τους
τις σπάνε τις χαλάνε
για να διασκεδάσουν
Λίγο μόνο ησυχάζουν
Έπειτα ζητάνε κι άλλες




















Γυναίκα

Στο πρόσωπο ρυτίδες
Με πλησίασε διστακτικά
Απαρηγόρητη έκλαιγε
«Την έχασα παιδί»
Κρατούσε μια φωτογραφία μου παλιά



Και ο ενδιάμεσος χρόνος;
Αν δεν τη δεις να μεγαλώνει, δε θα τη βρεις ποτέ



















         Το μυστικό παιδί
                   
Ο πατέρας δεν υπήρξε γενναιόδωρος
κρατούσε στις ντουλάπες του
πανάκριβα κρυμμένα χάδια
λέξεις βαρύτιμες αγάπης
στα σεντούκια
κλείδωνε τις σκέψεις του

Τα βράδια κάπνιζε πολύ
και έπινε
Θα ΄ταν καλύτερα
αν μας άφηνε
να πάρουμε το φόβο του μια βόλτα
απ’ το χέρι    
σαν τον μικρό μας αδελφό

Κι όμως αν μας έβλεπε
θα θύμωνε ο πατέρας
θα προσπαθούσε να μας απειλήσει
με όπλα ενηλίκου
να μας αιχμαλωτίσει
δεμένους χειροπόδαρα
με το καθήκον μας
να παριστάνουμε παιδιά
ενήλικων γονέων
                 
    

[Ασφαλής συμβίωση]]

Ένας γάτος
στο τραπεζάκι το βιβλίο
κι εγώ
κάπου στο βάθος
του κίτρινου Αυγούστου
Ποζάρουμε
με ήλιο και φεγγάρι
κατ’ ανάγκη συγγενείς
οι τρεις
ορίζουμε επίπεδο
ασφαλούς συμβίωσης
Ο γάτος κυνηγάει την ουρά του
ο συγγραφέας τις  σκιές
κι εγώ το είδωλό μου
-χάρτινο θλιμμένο ύφος-
στον καθρέφτη τους









                                              Το κακομαθημένο
Το κοριτσάκι ακολουθούσε τη γυναίκα παρά τη θέλησή του - σε μια απελπισμένη προσπάθεια να τη σταματήσει είχε αφεθεί να κρέμεται με όλο το βάρος του από το μπράτσο της. Και έτσι εκείνη αναγκαζόταν πια να το σέρνει δαπανώντας όλα τα ψυχικά και σωματικά της αποθέματα στο δρόμο για το σπίτι.
Τα παιδικά μάτια μάτωναν από τη στεναχώρια. Πνίγονταν οι ανάσες μέσα σε λυγμούς, παραμορφωμένες από το παράπονο λιγοστές λέξεις  κατάφερναν να υψώσουν το ανάστημά τους ανάμεσα σε άγριες φωνές και ξεσπάσματα κάθε είδους.
Σ΄ αυτές τις περιπτώσεις η γυναίκα αγωνιζόταν να παραμένει ψύχραιμη. «Πρέπει να λογικευτείς», συμβούλευε το κοριτσάκι, «δεν μπορείς να κάνεις πάντα το δικό σου, κι εγώ κουράστηκα να τρέχω πίσω απ’ τις επιθυμίες σου.Kαι μην αλλάζεις συνέχεια γνώμη. Με τρελαίνεις».
Το κοριτσάκι αδυνατούσε να καταλάβει τη σκληρή συμπεριφορά, βασανιζόταν από αναπάντητες απορίες και ανεκπλήρωτους πόθους. Βέβαια, πού και πού, όταν η γυναίκα δεν άντεχε τις κλάψες του το ξεγελούσε με κάποιο μικρό δώρο. Ωστόσο φρόντιζε πάντα να διαλέγει προσεκτικά ό,τι έκρινε εκείνη πως το παιδί είχε ανάγκη, χωρίς να υποχωρεί στις παράλογες απαιτήσεις που τόσο την άγχωναν.
Κάποτε η γυναίκα μεγάλωσε μέχρι εκεί που δεν παίρνει άλλο. Το κοριτσάκι δε μεγάλωσε ποτέ. Όταν η γυναίκα ρώτησε το κοριτσάκι αν τώρα πια, που την έβλεπε γριά και ανήμπορη, σκόπευε επιτέλους να σταματήσει να κλαίει, εκείνο έκλαψε πιο γοερά παρά ποτέ.  




      Πρότερος βίος

Ζητάει ολοένα προσοχή
όταν δεν έχω χρόνο
μου θυμώνει, κρύβεται
στα όνειρά μου, στα βιβλία
με παραμονεύει
στα πρόσωπα που αγαπώ
σπέρνει την αμφιβολία
δε χορταίνει εξηγήσεις
συγγνώμες απαιτεί
να φάει να μεγαλώσει,
μέχρι να τον καμαρώσω γελαστό
σε όμορφη κορνίζα
ολοένα αγκαλιά ζητάει.







What if

Αν μια μόνο φορά
τολμούσες
στο χέρι μου σφιχτά
που δεν εμπιστευόταν
-τώρα πιο πολύ-
τ΄ αγγίγματα
Αν αποφάσιζες
να μου χαρίσεις
ένα πολύτιμο μπορείς
ένα μονάκριβο πιστεύω
Αν άντεχες τη θέα
της αποκάλυψης
των δύο υποκειμένων
εσύ φοβόσουν
όχι εγώ
τώρα φοβάμαι εγώ
γιατί φοβήθηκες εσύ
ο άλλοτε
-ως όφειλες να είσαι-
Παντοδύναμος

                                                             Μεσοτοιχία

Σε λίγες ώρες οι κοινές διακοπές τελειώνουν. Ευτυχώς, το τελευταίο  βράδυ πλησιάζει ήσυχο και δροσερό. Μυρίζει πεύκο και αλμύρα. Ένα μήνα τώρα πλάι στη θάλασσα έχουμε αποκτήσει τη συνήθεια να βγαίνουμε τέτοια ώρα στο μπαλκονάκι– προτού πήξει το σκοτάδι γύρω μας. Απέναντι, το λιμανάκι θα διατηρεί μια μπλε μεταλλική απόχρωση για λίγο ακόμη. Στο τραπέζι δύο ποτήρια κόκκινο κρασί. Από τα χεράκια της, για να περάσουμε κι απόψε ανώδυνα τις συμπληγάδες της αναπόλησης. Αναβάλλοντας τελευταία στιγμή να συντριβούμε στα στενά της μοναδικής αλήθειας, της απώλειας.
Από το διαμέρισμα στην πόλη δεν καταφέρνεις να διαβάσεις ουρανό. Απόψε δε θα πιω μαζί της. Η παλίρροια θα τη βρει μόνη.    
Ο ύπνος μου θολός, σκέψεις ενοχλητικές μπερδεύονται στα πόδια μου, φύκια στα ρηχά της παραλίας. Διακρίνω ψίθυρους και γέλια, μια σκιά, η δική της, σκύβει στην κουπαστή του μπαλκονιού. Από το διπλανό διαμέρισμα αθέατη, βραχνή μα χαμογελαστή, τεντώνεται για να τη συναντήσει η φωνή του γείτονά μας.
Θυμήθηκε πως φεύγουμε. Δεν μπορεί, λέει, να κοιμηθεί, έχει στο νου τις κόρες, τις Υάδες, νοιάζεται γι’ αυτές, τις αποζητά στον ουρανό.  Καταλαβαίνω πως σηκώνει κι ο ίδιος στους ώμους, σαν τον πατέρα τους τον Άτλαντα, το βάρος μιας ακόμη μοναχικής νύχτας.    
«Κοίτα τες που βουρκώνουν» την παρηγορεί «σαν κι εσένα». Και κείνη γλυκαμένη από το ενδιαφέρον του αφήνεται να οδηγηθεί στα χνάρια τους, μαζί ψηλαφίζουν τις μορφές στο στερέωμα. «Το τέλος του ξηρού καλοκαιριού» της εξηγεί «σε λίγες μέρες θα κλάψουν κι εκείνες». Ακούγεται ευχαριστημένος.
Βάζει για ύπνο τις κόρες του Άτλαντα, ύστερα εκείνη, κλείνει τα μάτια τελευταίος. Είναι καλός άνθρωπος ο γείτονάς μας. Δεν έχει δικά του παιδιά. 







                                                         Εξ αγχιστείας 









 











    Περίπατος

Τριγυρίζω ανάμεσα
σε σκέψεις ετοιμόρροπες
χορτάτο το κεφάλι
το στόμα μου στεγνό

Στον ώμο του ακουμπώ
αμίλητος πράσινος φανοστάτης
στο ύψος της εξώθυρας παλιού αρχοντικού
Κουτσαίνει το παγκάκι στην αυλή,
ένα περίτεχνο μπαλκόνι
χάνει αργά το φως του
Πού και πού
ανθίζουν βήματα δειλά
στους διαδρόμους
Πίσω από βαριές κουρτίνες
επιθυμίες βραδυκίνητες
-με κρυφοκοιτούν

Απέναντι
στη ρίζα ενός δέντρου
μια φωλιά λίγο νερό
για τ’ αδέσποτα

Στην επόμενη γωνία
ένα κλάμα νεογέννητο βαδίζει
Σέρνει πίσω του την άνοιξη


             Ιερός Βράχος


Μεγάλωσα στη σκιά του
ονόματα χαραγμένα
στο δέρμα του
με μάθαιναν γραφή κι ανάγνωση
από τα σπλάχνα του ξεσπάθωναν
φαντάσματα ηρώων
παίζαμε κυνηγητό

Στη σκιά του Βράχου γνώρισα
μια ελιά ευγενική
που ήξερε να παραστέκει
τον πόνο μου στην ανηφόρα
στην αγκαλιά της γλίτωνα
από το αδηφάγο φως
μου έδειχνε πώς  ξεφλουδίζεις
το πέταγμα των σπουργιτιών
για να χορτάσεις της γαλήνης τον καρπό

Κάθε πρωί ο Βράχος μου ξυπνά
τεντώνεται μυώδης σφίγγει
τις χούφτες του πεισματικά
δίπλα στο γυμνό κορμί
χείμαρρος τα μαλλιά της
κόρη σεμνή
ποζάρουνε οι δυο τους
με μειδίαμα στα χείλη
για τους επισκέπτες
που σκαρφαλώνουν
εκστατικοί σε μέρη απόκρυφα
συλλέγουν
τη γύρη της άνοιξης του κόσμου















                Οξύμωρο

Στο πρώτο βλέμμα της ερείπιο
Διστακτικά, πέτρα την πέτρα,
ο νους ακούραστος βαδίζει μέσα
στης άνοιξής μου το λαβύρινθο

Μ’ ένα μπουκέτο λέξεις απ’ τον κήπο
προφέρω τη δική μου αλήθεια
Τη χάρη της εκλιπαρώ για εύνοια
-πώς ν’ αρνηθώ τη μοναξιά, το κρύο

Απτόητος τυραννικός καιρός
χειμώνας άστεγος μ’ ακολουθεί
-αταίριαστος κι ο ενθουσιασμός

Της άνοιξης το βλέμμα εύθραυστο γυαλί
-το περσινό μου λάθος οδηγός-
αρχίζω κάθε χρόνο απ’ την αρχή












         Στοίχημα

Το παιδί σαλιγκάρι
διασχίζει το δρόμο

Ο πατέρας κέλυφος
ακονίζεται
στην ανηφόρα του παιδιού

Εκ πρώτης όψεως
μοιάζει χοντροκομμένο αστείο,
το κοντό παντελονάκι
τα μυωπικά γυαλιά
πόδια που τραυλίζουν
σε κάθε βήμα
Γύρω τους τρικυμία
το κρυφτό και το κυνηγητό
των άλλων

Οι δυο ατάραχοι
συνεχίζουν το δρόμο
για το όνειρο
να τρέξουν μαζί
κάποτε

Κάθε λίγο
σταματούν
πανηγυρίζουν
τα λίγα εκατοστά
κατακτημένου δρόμου
εντός τους
Χαμένοι τόσα χρόνια

Είχα προλάβει ν’ αγαπήσω
το παιδικό σου όνειρο
όταν ακόμη τριγυρνούσες
δήθεν αναποφάσιστος
ωσότου ξεχειμωνιάσει
μέσα σου

Σε χρειαζόμουν
να μου πεις
πώς άραγε αισθάνονται
τα παιδικά μας όνειρα
μπροστά σε σοβαρούς ενήλικες

Σε φωνάζαν Ίκαρο
Παραξενιά κι αυτή
σε πέταξε
στα χέρια μιας υπόθεσης χαμένης

Θα ‘θελα να ήσουν
ένας Οδυσσέας
δυνατός και μόνος
ή έστω ένας Τηλέμαχος
πιο τυχερός να ζήσεις
στη σκιά ενός μεγάλου

Όχι εκείνος που ατύχησε
στο πρώτο του ταξίδι
Χωρίς κανένα ελαφρυντικό της νιότης


Ράγισε το πέλαγο
άπαξ διά παντός
Ποιος ξέρει
αν βούτηξες με ντροπιασμένα τα φτερά
στης θάλασσας το ακονισμένο στόμα
Όταν γλίστρησες στα χείλη της
σταγόνα κόκκινο κρασί,
ποιος ξέρει
αν χάρηκες έστω ένα δάκρυ
ή ένα ευχαριστώ
γιατί κρατήθηκες
με νύχια και με δόντια
που τσίριξαν
«πάλι το ίδιο θα ‘κανα»

Και τώρα πια
Πώς θα ‘θελες να σε θυμούνται
Ποιος το γνωρίζει
Και ποιος μπορεί να πει








         Πατριδογνωσία

Όταν ήμουνα μικρή ζωγράφιζα
ένα πανί γαλάζιο
καραβάκι πλαστικό
γλάρο να  γυροφέρνει
Ήμουν πανευτυχής
ζωγράφιζα μία πατρίδα
Δε γνώριζα την εποχή των ταξιδιών
πόσο μακριά της θα ‘φευγα
Όταν πνιγόμουν
στ’ απόνερα του νόστου
ξανάπιανα χαρτί
ζωγράφιζα
πανί γαλάζιο
γλάρο να  γυροφέρνει
με καραβάκι χάρτινο
γύριζα στην πατρίδα





       Οίστρος

Ξενυχτάει
δίπλα σε σωρούς βιβλίων,
πολύωρων αναζητήσεων περιττώματα
Βουίζουνε μιλιούνια σκέψεις,
όταν το κακό παραγίνεται
βγάζει χαρτί κι ένα μολύβι,
σύννεφο σηκώνονται
Με δυσκολία καταφέρνει
να χτυπήσει κάνα δυο
να σημαδέψει το λευκό χαρτί
Ήσυχος αλλάζει πλευρό
Περιμένει
να μαζευτούν και πάλι
χωρίς να δυσανασχετεί
χωρίς να βιάζεται

Έτσι γίνονται αυτά τα πράγματα




                                          Μέδουσα
Ταξίδι πρώτο

Ήμουν νέος
Συνομίληκος ο φόβος μου
Δεν τον λογάριαζα

Παλέψαμ’ ως τα βάθη της ψυχής
Πιο πονηρός και γρήγορος εκείνος
λύγισε τη σκέψη μου αγύμναστη

Δεν μπορείς- δεν μπορείς, ψιθύριζε
ν’ αντικρίσεις την αλήθεια σου γυμνή
στο φονικό της βλέμμα

Μόλις ένιωσα το τέρας
μισόκλεισα τα μάτια
Μονάχα θραύσματα





Ταξίδι δεύτερο

Δεν είμαι νέος πια
δεν έχω πόδια φτερωτά
Το άλογό μου πέθανε
Βαδίζουμε δύο παλιόφιλοι,
ο φόβος μου κι εγώ
Όποτε κουράζεται
του δίνω ένα χεράκι
Όποτε μένω πίσω
με περιμένει ακούραστος
Φτάνουμε έξω απ’ τη σπηλιά
Την κρίσιμη στιγμή
θα κρατήσω τα μάτια ανοιχτά
Το τέρας δε θα ξέρει
με ποιον από τους δυο μας να τα βάλει







        Απλώνομαι

σ’ απέραντο ταξίδι μοναξιάς
ο δρόμος συναντά τον ουρανό μου
με άστρα οπλισμένος
φωνάζει τη μέρα
τη φωνή τα μάτια μου το σώμα μου
καλεί ν’αδράξω τα ηνία
το άλογο της θάλασσάς μου
καβαλάει τον ήλιο μεσοπέλαγα
η ράχη του στεριά
βαδίζω
το βλέμμα μου ξεφεύγει
στον ουρανό καρφώνεται
αιμορραγεί ηλιοβασίλεμα
στα δάχτυλά μου
το μεδούλι του ορίζοντα
χορταίνω
προτού νυχτώσει
ολοκληρώνω
το κάδρο τού αδύνατον


Σε πείσμα όλων
Θα περάσει το δρόμο
Την κατάλληλη στιγμή
Περιμένει
Να σφίξει το χέρι
τη μέρα μέσα του
Θα βρει το θάρρος
Και την τύχη
Μόλις ανάψει πράσινο
Θα διασχίσει το δρόμο
Κάθετα
Χωρίς να γίνει λιώμα
Στη βρεγμένη άσφαλτο
Σε πείσμα όλων
Θα δυναμώσει
Μ’ ένα γεύμα
Από χέρι άγνωστο
Σε πείσμα όλων
Το χέρι
Θα ταϊζει θα προσέχει θα προσφέρει
Σε πείσμα όλων
Θα χαϊδέψει το χέρι
Κι ας φοβάται ακόμη
Δελτίο καιρού

Πυκνές νεφώσεις,
διψασμένα μάτια θα γευτούν
την αγωνία της ζωής κρυμμένης
από τα σύννεφα
Κατά τ’ άλλα,
η μέρα αναμένεται χλωμή, κάπως αδύναμη
σαϊτιά στα σπλάχνα τ’ ουρανού
που αστόχησε-και δεν αλλάζει τίποτα
παραπατάει το ξύλινο τόξο
θα πέσει στα κεφάλια μας
ξερνώντας χρώματα της ίριδας
πολύχρωμη η σκιά του θα συρθεί
στα λασπωμένα σύννεφα
θ’ αναζητήσει να τραφεί
βαθιά στης νύχτας τον παράλογο πυρήνα

η αλήθεια της
θα επιβληθεί
με δύναμη χρησμού




Όλο το νόημα
σ’ ένα βλέμμα
μια φράση άγρια
στο στήθος έπλαθες
μ’ ανάσες γρήγορες
να γίνει όπως πρέπει
πάλευε τα χείλη σου λευκά την έπνιγαν
από ντροπή
ημιθανή την εγκατέλειψες στο δρόμο
όπως ήρθες έφυγες
σκυφτός
μια σιωπηλή παρένθεση











                 Ποιητής  προφήτης

Σκάβει βαθιά
στη λογική τού καιρού του
Έχει μάτια αετού
γυναικεία πονηριά
Αντέχει σαν άντρας
τον πόλεμο των εποχών

Λόγια ξερά πεσμένα φύλλα
ιερής βελανιδιάς
δε μελετάει πια
-κανείς δεν τον πιστεύει

Ρακοσυλλέκτης νους
Συλλέγει θραύσματα στιγμών αληθινών
ανάμεσα σε απορρίμματα
συναισθηματικής προέλευσης
-βρομοδουλειά-
στους διαδρόμους εγκεφάλων
που τελούν σε σύγχυση
εγκλωβισμένοι σε γλοιώδεις σκηνές τρόμου
Χαλασμένα στόματα ελευθερώνει
Από τη δυσοσμία λόγου 
σκέψης απωθημένης τα κουρέλια συνενώνει
σε γυμνές σελίδες

Ξεπουλάει στα παζάρια
μισοτιμής
-κανείς δεν τον πιστεύει















Οδός Θεσσαλίας
                                                                                                                Της Κατερίνας και του Άκη
Βράδια Σαββάτου
άστεγοι
ανοίγαμε την πόρτα της αυλής
με συνθηματικό χαμόγελο
μας έμπαζε
σ΄ ένα παράλληλο σύμπαν
επισκέπτες
σημάδια, αναμνήσεις χρώματα και μυρωδιές
στο κάθε βήμα της
το σπίτι φύτρωνε καινούριο
κρατιόμασταν από τα μακριά μαλλιά της
φτάναμε στον πυθμένα του σπιτιού
παλιά ζεστή κουζίνα
στη γλώσσα της ευαισθησίας
μεταφράζαμε λέξη τη λέξη
ταξίδια εμπειρίες χολωμένο χρόνο
μήπως καταλάβουμε την άρνησή της
να τραφεί με σάρκα
κι όμως να ψωνίζει του χασάπη
που ‘χει τέσσερα παιδιά
για να μην κλείσει
να ψωνίζει του μπακάλη
κι ας πουλάει ακριβά
Κι ας γνωρίζει πως μόνη
δε θα καταφέρει
ούτε το σφάγιο να σώσει
ούτε τον χασάπη
                                                                                                     


                               Γελωτοποιός
Τα κουδουνάκια με ειδοποιούσαν πάντα πως ερχόταν
Δυο δυο σε κάθε του μανίκι
Κι ακόμη ένα μεγαλύτερο –στην άκρη στο καπέλο
Αμίλητη φασαρία πολύχρωμη
κόκκινο κίτρινο και μαύρο
πορτοκαλί με πράσινο. Και λίγο μαύρο
Πάντα υπήρχε λίγο μαύρο:
όσο δοκίμαζε τις πόζες του
άνοιγε τα σαγόνια
κατάπινε τους ώμους, τα πόδια, το καπέλο
τα χρώματα που έλιωναν στο στόμα
τέλος το λευκασμένο πρόσωπο
με το ζωγραφιστό χαμόγελο
Δεν ήθελα να τον κοιτάζω πια
να σπάσω μόνο ήθελα το επίμονο χαμόγελο
Ας σπάραζε
Θα ήταν πιο παρήγορο
Θα σήμαινε τουλάχιστον
Πως κάποτε οι ματιές μας
Πιασμένες χέρι χέρι
Μίλησαν για τον πόνο

Τα κουδουνάκια απομακρύνονταν πάντα τελευταία 
Μες στο μυαλό μου τα ακούω να ηχούν ακόμη
σαν απειλή
Δεν ξέρω αν είναι από φόβο
ή από μια συνήθεια απλή
Ακόμα τον περιμένω

















            Πρώτη δασκάλα

Στο δρόμο της για το χωριό
ίσως φορούσε το μαύρο ταγεράκι
χλωμό μπλουζάκι χαμογελαστό,
τα μαλλιά σε σχήμα φωτοστέφανου

Μας άφησε στα δύσκολα
ανορθόγραφους
όσο μαθαίναμε τους χρόνους
της οριστικής απώλειας
Παρηγοριά μας
τα πρόσωπα αμέτρητα
του ρήματος θυμάμαι
φωνής παθητικής, μας έλεγε
Λάθος
Θυμάμαι
ρήμα φύσης ενεργητικής,
θα πει δημιουργώ αμύθητη
προσωπική περιουσία κεκτημένου χρόνου
Παραδείγματος χάριν
τη θυμάμαι
σκυμμένη στα τετράδια μιας ζωής
να σημειώνει τις  παραφωνίες
να εντοπίζει τ’ αγεφύρωτα κενά
στα διαλείμματα
να πίνει τον καφέ πικρό
απαρηγόρητη
να φεύγει
χωρίς προειδοποίηση,
τη θυμάμαι
ένα σπασμένο πόδι
πίσω της να σέρνει,
κάτι σαν ντροπή
σαν δικαιολογία.











       Εχεμύθεια

Διαφωνούσαμε συχνά
-για να μιλάμε περισσότερο-
Χθες το βράδυ
«μετάνιωσες», να επιμένεις
και «μαζί αποφασίσαμε»
Πώς τολμάς;
Ανάμεσά μας βράχος η ζωή
Μοναδική σου τέχνη απόμεινε
να διαπερνάς τους τοίχους
νύχτας ευάλωτης
Σου αφαιρώ το λόγο
Θα υπάρχεις με τους όρους μου
Μετά υποχωρώ
Ας διαφωνούμε
-για να μιλάμε περισσότερο-
τις νύχτες πιο πολύ





                                                   Δεσμοί αίματος
Κάθε πρωί
Αξημέρωτα σηκωνόταν από το κρεβάτι. Πριν οτιδήποτε άλλο ετοίμαζε ένα ζεστό τσάι στη σκοτεινή ακόμη κουζίνα. Το μετέφερε προσεκτικά στο μεγάλο τραπέζι. Τραβούσε μία καρέκλα-πάντοτε την ίδια- στη γωνία που του εξασφάλιζε πανοραμική θέα στο δωμάτιο.
Υπό την επήρεια της γοητείας του ύπνου έπιανε να μουτζουρώνει, να ζωγραφίζει, να σημειώνει λευκά χαρτιά μπροστά του χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς να διακόπτει για κανένα λόγο την εργασία του, ήρεμος και συγκεντρωμένος. Μέχρι που το φως της μέρας τραβούσε τη σκανδάλη και σκότωνε τη μαγεία.
Τότε έπινε μια τελευταία γουλιά από το κρύο τσάι και τυλιγμένος στην πιο βαθιά ανάσα του χανόταν στο δρόμο για τη δουλειά.

Κάθε απόγευμα

Επέστρεφε στο σπίτι θολωμένος. Μετά το γεύμα –συνήθως σύντομο και λιτό- ξάπλωνε στον καναπέ, για λίγο. Ακόμη ζαλισμένος, αναζητούσε τις πρωινές μουτζούρες. Ανάμεσα σε πλήθος ασυναρτησιών και  παραμορφώσεων διέκρινε τις μορφές τους. Άλλοτε γνώριμες άλλοτε άγνωστες παντελώς. Με τη μαλακή μύτη τού μολυβιού ιχνηλατούσε προσεκτικά αναζητώντας να συμπληρώσει τα περιγράμματα -στο άγγιγμά του οι φιγούρες ριγούσαν, ζωντάνευαν λες και τις κούρδιζε. Ήταν όμορφα ν’ ακούει τις ιστορίες τους. Κάθε βράδυ, ως αργά. Μέχρι που έπεφτε για ύπνο.
Ποτέ
Δεν αισθάνθηκε ιδιόρρυθμος. Γιατί γνώριζε πως έτσι μπορεί να συμβαίνει στον καθένα. Με τη διαφορά ότι οι περισσότεροι άνθρωποι, όπως και ο ίδιος πολλά χρόνια πριν, προτιμούν να θυσιάζουν στο κρεβάτι το διάστημα από την αποσύνθεση του ύπνου ως την ανάδυση πλήρως της συνείδησης. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγουν τις αμήχανες συναντήσεις με παράξενα πλάσματα, περίεργες σκέψεις και βέβαια τις παραμορφωμένες χάρτινες φιγούρες – που στη δική του περίπτωση αποτελούσαν ένα είδος οικογένειας.

























                                                 Ελευθερία Σταυράκη
                                             Φιλόλογος-εκπαιδευτικός
                                                    
                                  email/facebook:  stavrakielef@yahoo.gr