elpenorartepoetica.bolgspot.com

Δευτέρα 10 Απριλίου 2017

ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ.Πλάτων και José Ortega y Gasset:Ποίηση και Αλήθεια

         Πλάτων και José Ortega y Gasset:Ποίηση και Αλήθεια




    Το σημείο αφετηρίας της  πλατωνικής φιλοσοφίας αλλά και της φιλοσοφίας του J. Ortega y Gasset είναι η αναζήτηση μιας μεταφυσικής αρχής. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αντιπαράθεση του Σωκράτη με τους Σοφιστές αποτελεί το σημείο εκκίνησης της πλατωνικής σκέψης.

    Αυτό όμως που πρωτίστως μας ενδιαφέρει σ΄ αυτή τη διάλεξη είναι η άποψη του Πλάτωνα ότι δε βρίσκεται ακέραιος ο άνθρωπος μέσα στη φιλοσοφία ούτε η ολότητα του ανθρώπινου όντος στην ποίηση, άποψη που υποστήριξε και ο Ισπανός φιλόσοφος και θεωρητικός της λογοτεχνίας  J. Ortega y Gasset, οι ιδέες του οποίου - όπως θα φανεί στη συνέχεια - έχουν μερικές από τις πιο ισχυρές καταβολές τους στην πλατωνική φιλοσοφική και αισθητική σκέψη.

     Στην ποίηση, σύμφωνα με τους δύο φιλοσόφους, συναντάμε με το πρώτο άκουσμα ή την ανάγνωση ενός ποιήματος τον συγκεκριμένο άνθρωπο, το άτομο. Στη φιλοσοφία, τον άνθρωπο αντιμέτωπο με την πολιτική και κοινωνική του περίσταση και την παγκόσμια ιστορία.

     Η ποίηση είναι μια απρόσμενη συνάντηση του αναγνώστη ή του ωτακουστή με το ποίημα, δώρο θεϊκό, ευχάριστη ανακάλυψη.

     Η φιλοσοφία αναζητεί το νόημα του όντος και του κόσμου που το περιβάλλει βασιζόμενη σε μια μέθοδο. Πολλά έχουν ειπωθεί ως σήμερα για τους κοινούς ορίζοντες και τις απαρχές που μοιράζονται η ποίηση και η φιλοσοφία.

    Ο Πλάτων είναι ο πρώτος φιλόσοφος, πριν τον Αριστοτέλη, που έθεσε υπό συστηματική διερώτηση το ζήτημα των σχέσεων ποίησης και φιλοσοφίας, για να εμπλακεί - λόγω των απόψεών του - η δυτική φιλοσοφία σε έναν διάλογο και σε μια διαμάχη που ξεκίνησε από την εποχή του και συνεχίζεται ως τις μέρες μας.

   Η κατηγορία που απηύθυνε ενάντια στους ποιητές, η οποία αναπτύχθηκε κατά την κλασσική αρχαιότητα είχε να κάνει με τις έννοιες της μίμησης και του έρωτα για την σοφία. Το επιχείρημά του είναι σε όλους μας γνωστό: η ποίηση είναι πιο μιμητική τέχνη από τη φιλοσοφία, γιατί η δεύτερη βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια.

  Στη φιλοσοφία και τη λογοτεχνική θεωρία της ύστερης νεωτερικότητας, στοχαστές όπως ο Fr.Nietzsche, o W.Dilthey, o M.Heidegger και ο J.Ortega y Gasset, ασχολήθηκαν διεξοδικά μ΄αυτή την πλατωνική θέση και πιο πράσφατα οι Gadamer, J.Derrida και R.Rorty, οι οποίοι, ανάμεσα σ΄άλλους, έθεσαν το ζήτημα της επανεξέτασης του ερωτήματος για την αλήθεια στην ποίηση και τη λογοτεχνία.

   Στον διάσημο κείμενο της Πολιτείας, ο Πλάτων, εξορίζει τους δραματικούς και επικούς ποιητές απ' αυτήν κατηγορώντας τους ως μιμητές: <<H μιμητική ποίηση - θα πει στον Γλαύκωνα - μας κάνει βιτσιόζους και δυστυχείς, λόγω της δύναμης με την οποία εντυπώνονται τα πάθη της πάνω στη ψυχή μας […] αντί να διασφαλίζει την αρετή και την ευτυχία μας>>.


   Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Πλάτων όχι μόνο εξόρισε τους ποιητές από την ιδεώδη πολιτεία του, κατηγορώντας τους ως μιμητές που υπονόμευαν τα θεμέλια του πνευματικού πολιτισμού και την αλήθεια, αλλά και διακοίνωσε την προτίμηση του για τη δυνατότητα ύπαρξης ενός άλλου είδους ποίησης, της εμπνευσμένης από το θείο επικής και λυρικής ποίησης.

  Αναφερόταν φυσικά σε μια άλλη κλάση ποιητών, των εμπνευσμένων, που δεν θα επιδίδονταν σε απομιμήσεις των έργων των ποιητών των προηγούμενων γενεών.

   Το επιχείρημα που χρησιμοποίησε, για να απαγορεύσει στην ουτοπική Πολιτεία του την ποίηση,  προέκυψε από την υποκείμενη αντιπαράθεση μεταξύ ποιήσεως, λόγου και αλήθειας.

    Κατά τον Αθηναίο φιλόσοφο η ποίηση είναι ηδονή και πόνος, γέλιο και μελαγχολία, κάτι που διεγείροντας και κάποτε, εξάπτοντας ως το έπακρον τα πάθη, κάνει χυδαίους και προκλητικούς τους ανθρώπους.

  Η <<θελκτική μούσα>>της ποιήσεως, η Πολύμνια αμβλύνει κάποτε το πνεύμα των ποιητών και αφήνει τον πόνο και την ηδονή να καταλαμβάνουν το πεδίο όπου έχουν θέση στο υγιές πολιτικό σύστημα της ιδεώδους Πολιτείας ο νόμος και ο φιλοσοφικός λόγος. Η εκδίωξη των ποιητών, παρ όλο που δεν σήμαινε για τον Πλάτωνα την παραδοχή της ανυπαρξίας κάποιων σχέσεων μεταξύ ποιήσεως και πολιτικής, μας υπενθυμίζει την προβληματική του αλλά και το σκεπτικισμό του γι' αυτές τις δύο δραστηριότητες και το δεσμό που τις συνέχει. Τόσο στενή θεωρούσε ο δάσκαλος του Αριστοτέλη τη σχέση μεταξύ ποιήσεως, τέχνης και πολιτικής που έφτασε στο σημείο να υποστηρίξει ότι τα όργανα της μουσικής δεν θα έπρεπε να ηχούν ούτε οι στίχοι της μιμητικής ποιήσεως να ακούγονται, για να μη διαταραχτούν τα θεμέλια της Πολιτείας, κάτι που σήμαινε ότι ο οποιοσδήποτε νεωτερισμός σ' αυτά τα πεδία της τέχνης θα έπρεπε να εκλαμβάνεται ως μια σοβαρή απειλή για τη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος.


   Αν θυμάμαι καλά, ήταν ο Karl Popper ο φιλόσοφος που χαρακτήρισε την Πολιτεία του Πλάτωνος ως το πιο επιβλητικό μέγαρο του ολοκληρωτισμού, στο οποίο φυσικά ο ποιητής - ως απαξιωμένο ον - δε θα μπορούσε να έχει καμιά θέση, διότι εθεωρείτο εισηγητής των νεωτερισμών και της αταξίας και υποκινητής των πιο άλογων παθών και δυνάμεων της ανθρώπινης ψυχής, που καμιά σχέση δεν είχαν για τον πατέρα της δυτικής φιλοσοφίας με το λόγο.

   Εάν στο Χ κεφάλαιο της Πολιτείας του ο Πλάτων εκτοξεύει τους μύδρους του ενάντια στους ποιητές, στον διάλογο Ίων, αφιερωμένο αποκλειστικά στην ποίηση, η απαξίωση τους φαίνεται να μετριάζεται.

   Οι ποιητές που δεν είναι μιμητές είναι εμπνευσμένοι, θα πει ο Αθηναίος φιλόσοφος αναφερόμενος στον ραψωδό Ίωνα που εξυμνούσε τη θεϊκή ποίηση του Ομήρου: <<Δεν είναι αρετή της ποιήσεως - θα πει - ούτε της επιστήμης το να μιλάς εσύ για τον Όμηρο έτσι όπως το κάνεις […]>>.

   Σχολιάζοντας αυτό το απόσπασμα η Sultana Wahnon θα παρατηρήσει: <<Όταν ο ποιητής παρουσιάζονταν από μόνος του σε πρώτο πρόσωπο και δε μιμούνταν αυτό που άλλα φανταστικά πρόσωπα έλεγαν, το περιεχόμενο της ποιήσεως μπορούσε να είναι αληθινό ή περισσότερο αληθινό απ' αυτό της φιλοσοφίας. Μόνο αυτό εξηγεί τον θαυμασμό με τον οποίο ο Πλάτων μιλά στον Ίωνα για τους εμπνευσμένους ποιητές στους οποίους θα αναγνωρίσει τελικά την ίδια την παρουσία του θείου - αναγνώριση που γίνεται λόγω του ότι τους θεωρεί "υπηρέτες" ή "ερμηνευτές" των θεών>>.

   Η άποψη ότι τα ωραία ποιήματα δεν είχαν ανθρώπινο χαρακτήρα, δηλαδή ότι δεν ήταν έργα των ανθρώπων αλλά των θεών, γενικά αποδεκτή κατά την κλασσική αρχαιότητα, θα επιβιώσει έως την έλευση του ρομαντισμού.


   Στον Φαίδρο εμφανίζονται οι ποιητές και οι φιλόσοφοι ως μια ενιαία αριστοκρατική χορεία - παρά το γεγονός ότι επικρίνονται η γραφή και κάποια είδη ποίησης - να καταλαμβάνουν τις πιο υψηλές θέσεις στην ιεραρχία των ψυχών, κάτι που σημαίνει ότι ο Πλάτων θα ανασκευάσει κάπως την κατηγορία του, αφού τόσο οι εμπνευσμένοι λυρικοί και επικοί ποιητές όσο και οι φιλόσοφοι εθεωρείτο ότι ήταν το ίδιο ικανοί για την προσέγγιση της αλήθειας.

   Και οι φιλόσοφοι, οι εραστές της σοφίας, και οι ποιητές οι ευνοούμενοι της Πολύμνιας, μπορούν να προσεγγίσουν την αλήθεια. Ανάλογα με το βαθμό της έμπνευσής τους και εφ' όσον κατέχονται από το ποιητικό δαιμόνιο ή τη θεϊκή επίδραση.

   Στον Ίωνα ο Πλάτωνας θα υποστηρίξει ότι οι φιλοσοφικοί λόγοι είναι τέκνα του λόγου ενώ οι ποιητικοί όχι. Ο θαυμασμός του προς τους εμπνευσμένους ποιητές οφείλονταν στο ότι μπορούσαν να πουν πράγματα τόσο όμορφα και τέτοιας αξίας δίχως να έχουν την ανάγκη να τεκμηριώσουν την εγκυρότητά τους προσφεύγοντας σε λογικά επιχειρήματα.


   Γι' αυτή την ικανότητα του λυρικού ποιητή, να διατυπώνει τις σκέψεις του δίχως να έχει την ανάγκη να τις υποστηρίξει με λογικά επιχειρήματα, θα πει η Sultana Wahnon:<<...ο Πλάτων έρχεται να υποστηρίξει ότι, εάν οι εμπνευσμένοι ποιητές λένε πράγματα τέτοιας αξίας, δίχως να πληρούν τις απαιτήσεις εκείνες που μόνο οι φιλόσοφοι μπορούν, είναι επειδή συνθέτουν τους στίχους τους με λόγο ή με επιστήμη ή επειδή, για να το πούμε αλλιώς, ο τρόπος παραγωγής των αληθειών τους έχει να κάνει με νόμους διαφορετικούς απ' αυτούς που ορίζουν την πορεία συγκρότησης του φιλοσοφικού λόγου και λόγω του ότι ο Πλάτων ορίζει τους εμπνευσμένους ποιητές έτσι, επειδή δεν είναι "οι κύριοι του λόγου">>.


   Στον Φαίδρο o Αθηναίος φιλόσοφος θα υποστηρίξει την άποψη ότι ο ποιητής δεν μπορεί να γράφει κατεχόμενος από μια λογική έμπνευση, αλλά μόνο όντας υπό το καθεστώς μιας άλογης, ακατανόητης έμπνευσης, θέση που θα συμμεριστεί και ο Jose Ortega y Gasset.


    Εξαίροντας την παρουσία της θεϊκής έμπνευσης στον άνθρωπο θα πει: <<Ο ποιητής είναι ένα πλάσμα λεπτό, αιθέριο, ιερό. Αυτός δεν έχει τη διάθεση για να δημιουργήσει, εάν δεν είναι εμπνευσμένος από έναν θεό που βρίσκεται έξω απ' αυτόν ούτε αν δεν έχει πάψει να είναι κύριος του λόγου του. Ενώ διατηρεί αυτή την ικανότητα κάθε ανθρώπινο όν, είναι ανίκανο να πραγματοποιήσει ένα έργο τέχνης >>.

Το να μην είναι κύριοι του λόγου οι άνθρωποι σημαίνει ότι μπορεί να βρίσκονται σε κατάσταση μανίας ή τρέλας, αλλά αυτό για τον Πλάτωνα δεν αποτελεί όνειδος, αλλά το αντίθετο, αφού, χαρίζοντας στους ποιητές την έμπνευση και την τρέλα οι θεοί, τους έδωσαν ένα δώρο που φαίνεται να είναι καλύτερο από τη λογική των κοινών ανθρώπων.


   Αξίζει να θυμηθούμε εδώ την περίπτωση του Fr.Hoelderlin, του εκλεκτού της Πολύμνιας, που έζησε και έγραψε μέσα στη θεϊκή του τρέλα, ο οποίος είπε ότι <<ο άνθρωπος είναι ένας θεός όταν ονειρεύεται και ένας επαίτης όταν σκέφτεται>>.



   Η ποίησή του, όπως και η ποίηση του Goethe, ήταν διάσπαρτη από στοχασμούς, λυρικούς και μη, όπως και η ποιητική φιλοσοφία των Nietzsche και Ortega, και συνεπώς θα πρέπει να συμφωνήσουμε με την άποψη  του Ισπανού φιλοσόφου ότι αυτό που διαφοροποιεί τη φιλοσοφική και την ποιητική σκέψη δεν είναι τόσο ο βαθμός συμφωνίας τους προς την αλήθεια αλλά ο τρόπος συγκρότησης ή παραγωγής τους.

    Ενώ η φιλοσοφία εργάζεται με συλλογισμούς - αν και χρησιμοποιεί κάποτε όπως στην περίπτωση της φιλοσοφίας του Πλάτωνα και του Ortega - όλα τα ρητορικά σχήματα της ποίησης, όπως την αλληγορία, την ειρωνεία και τη μεταφορά, η ποίηση, ως laboratorio επεξεργασίας των ανθρωπίνων συναισθημάτων, εργάζεται, υπό την επιρροή της Πολύμνιας, με την έμπνευση, τη φαντασία, το ένστικτο, το πάθος ,τη διαίσθηση και κυρίως με το μύθο.

   Η ποιητική λέξη είναι η λέξη που ορίζεται απ’ τη μέθη. Στη διονυσιακή μέθη ο άνθρωπος είναι κάτι διαφορετικό από τον κοινό και σε φυσιολογική κατάσταση άνθρωπο.


   Ο Θεός Διόνυσος έρχεται να κατοικήσει και να αιχμαλωτίσει το πνεύμα του, κινώντας μ' αλλιώτικο τρόπο τη γλώσσα του. Στη μέθη ο άνθρωπος περιπίπτει σε μια κατάσταση νάρκης και επικοινωνεί μόνο με τις σκιές, δημιουργεί νέες σκιές και φθάνει στο έσχατο σημείο να μιλά γι’ αυτές και μόνο μ’ αυτές.

    Προδίδει τον λόγο χρησιμοποιώντας το μέσο του τη λέξη, για να επιτύχει γι' αυτή να μιλήσουν οι σκιές, για να φτιάξει απ’ αυτή τη μορφή του παραληρήματος. Ο ποιητής δεν επιθυμεί να σωθεί. Ζει υπό τιμωρία και, ακόμη περισσότερο, την επεκτείνει, την κάνει ποίηση.
Η ποίηση είναι στ’ αλήθεια η κόλαση κατά την φιλόσοφο Maria Zambrano, που μαθήτευσε στον Ortega. Αν ο ποιητής γίνεται μεταδότης σκέψεων, αληθειών τέτοιου είδους ή σημαντικότερων απ’ αυτές του φιλοσόφου, το κάνει δίχως να σκέφτεται, δεδομένου ότι αυτές έρχονται από την έμπνευση ως δώρα που τα προσφέρει η Πολύμνια.

    Πράγματι, ο φιλόσοφος εκφέρει αλήθειες σκεπτόμενος, ενώ ο ποιητής εκφέρει την ποιητική του αλήθεια, δίχως να σκεφτεί ή προσφεύγοντας σε επιχειρήματα, αφού βρίσκεται σαν αλλοπαρμένος υπό την επήρεια της μέθης ή της θεϊκής έμπνευσης.

   Αυτή η κατάσταση συνιστά ένα παράδοξο που δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει με λογικά επιχειρήματα η δυτική φιλοσοφική σκέψη και η ποιητική θεωρία από την εποχή του Αριστοτέλη ως σήμερα.
Οι πιο σημαντικοί σύγχρονοι φιλόσοφοι, που ασχολήθηκαν με το ζήτημα των σχέσεων της ποίησης με τη φιλοσοφία, θα συγκλίνουν στην άποψη ότι η ποιητική έκφραση δεν είναι μόνο αποτέλεσμα μιας κατάστασης αυθεντικής και προνομιακής αλλά και αποτέλεσμα του ποιητικού τρόπου σκέψης.

   Η ποίηση, εννοούμενη υπ’ αυτή την άποψη, είναι μια μορφή γνώσης, θέση που θα υποστηρίξει μετά τον Πλάτωνα ο Αριστοτέλης, ο οποίος θα πει ότι η ποίηση είναι πιο ευγενής από τη φιλοσοφία, αφού λέγει καλύτερα <<τα γενικά πράγματα>> ενώ η ιστορία <<τα ειδικά>>.

    Ο Σταγειρίτης φιλόσοφος θα διαφοροποιηθεί και σε ένα άλλο σημείο από τον δάσκαλό του, όταν θα αναγνωρίσει ότι η μίμησις είναι ο χαρακτηριστικός τρόπος με τον οποίο παράγεται η ποίησις, μη κάνοντας καμιά ουσιαστική διάκριση ανάμεσα στη φιλοσοφική έμπνευση και το ποιητικό παραλήρημα.

Η πλατωνική κατηγορία προς τους ποιητές στην Πολιτεία, θα πρέπει να ιδωθεί από την προοπτική του μεταφυσικού-επιστημολογικού πεδίου που ορίζει η Θεωρία των Ιδεών.

    Η ποίηση στην Πλατωνική θεωρία δεν είναι παρά μια εικόνα ή ένα σύνολο εικόνων που βρίσκονται σε μια τριπλή απόσταση από την αλήθεια καθότι: 1) ο λόγος είναι το μόνο όργανο που μπορεί να συλλάβει την ουσία των πραγμάτων 2) ο λόγος είναι ικανός να αυτοδιορθωθεί και 3) κατανοεί τα αντικείμενα δίχως τον περιορισμό που επιβάλλουν τα αισθήματα ή οι συγκινησιακές θεωρήσεις της πραγματικότητας.

    Ο ποιητής, τουναντίον, είναι αδιάφορος για τα προνόμια που του προσφέρει η διάνοια του, καθώς το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η προς μίμηση επιφάνεια των αντικειμένων. Ο ποιητής στερείται κριτικού αισθήματος, γιατί μιμείται με τον πιο προκλητικό τρόπο και γίνεται πλαστογράφος της αλήθειας μιας και στις περιγραφές του περιορίζεται σε κάποιες μόνο όψεις της πραγματικότητας.

  Το νόημα της μίμησης στον Πλάτωνα, αλλά και στον Ortega, μετατίθεται στο πεδίο της προσωποποίησης, σε ένα είδος συγκινησιακής ταύτισης του λυρικού εγώ με τον κόσμο, στο σημείο της ερωτικής συνάντησης του ποιητή με την Πολύμνια.

   Η απάντηση στο ερώτημα Τι είναι Ποίηση; για τον Πλάτωνα και τον Ισπανό φιλόσοφο έχει να κάνει με το πώς κατανοούμε τον όρο ποίηση και τη σχέση του με την ιδέα μας για την τέχνη.

   Είδαμε ότι υπό τον όρο ποίησις ο Πλάτων εννοούσε μια δημιουργική δραστηριότητα γενικά, μια δραστηριότητα που θεωρούσε ότι οφείλονταν στην έμπνευση και ότι ήταν δώρο των θεών.

  Στον Φαίδρο περιγράφεται η ποίηση ως μανία (sublime locura). Στο επόμενο απόσπασμα αυτού του διαλόγου ο αναγνώστης κατανοεί ευθύς αμέσως τη σύγκρουση που υποβόσκει μεταξύ της τεχνικής, εννοούμενης ως τέχνης (μαεστρία, ικανότητα, δεξιότητα), και της ποίησης:<<Αυτός που δίχως την τρέλα των Μουσών φθάνει στις πόρτες της ποίησης πεπεισμένος ότι θα τα καταφέρει να γίνει ένας ποιητής μέσω της τεχνικής, θα είναι ανεπαρκής, και η ποίηση αυτού του ανθρώπου χορδή θα είναι που σίγησε όταν ακούστηκε ο ήχος της χορδής των συνεπαρμένων>>.
Η <<θεϊκή  προδιάθεση>>, που κινούσε τους ποιητές στον Ίωνα, στον Φαίδρο περιγράφεται ως θεϊκή τρέλα ή μανία.

   Ο Πλάτων θα υποστηρίξει ότι η ανθρώπινη ανεπάρκεια ως ατέλεια είναι τέτοια που και η πιο αποτελεσματική τεχνική δεν είναι αρκετή για να επιτευχθεί η ποιητική τελειότητα, αφού μια τέτοια τελειότητα είναι δώρο των θεών.

   Όπως παρατηρεί ο W.Tatarkiewitch, <<αυτές οι κρίσεις αφορούν στην κλασσική αντιπαράθεση μεταξύ εμπνεύσεως και τεχνικής επάρκειας>> και πρέπει εδώ να συμφωνήσουμε μαζί του ότι ήταν <<χαρακτηριστική των κλασσικών χρόνων η αντίληψη πως η έμπνευση είναι αποκλειστικά συνδεδεμένη με την ποίηση, ενώ αντίθετα η τέχνη συγκαταλέγεται μεταξύ των φυσιολογικών δραστηριοτήτων>>.

   Συνεπώς μπορούμε να διακρίνουμε τη μανιακή ποίηση, προϊόν της ποιητικής τρέλας, από την ποίηση-παράγωγο της τεχνικής επάρκειας, ποίηση που προέρχεται από την συνεχή άσκηση των ποιητικών ικανοτήτων.

   Ωστόσο αυτά τα δύο είδη ποίησης δεν είναι όμοια ούτε της ίδιας αξίας, αφού κατά τον Πλάτωνα η θεόπνευστη-μανιακή ποίηση είναι μια από τις πιο εξαίρετες δραστηριότητες του ανθρώπου, ενώ η ποίηση των μιμητών-professionel μια τέχνη των μετρίων.


   Στην Πολιτεία ο ποιητής βρίσκεται βυθισμένος σε μια παράξενη και ανεξέλεγκτη κοσμική και ψυχολογική κατάσταση, γι’ αυτό και η φωνή του δεν μπορεί να εκπέμψει παρά μόνο μηνύματα που είναι και για τον ίδιο ακατανόητα.


   Στο ΙΙ βιβλίο τού μνημειώδους και μεγαλοπρεπούς αυτού έργου, στο προτεινόμενο πρόγραμμα για τον τρόπο οργάνωσης του συστήματος παιδείας του ιδεώδους κράτους, εντάσσονται από τον Πλάτωνα ως αποδεκτοί παιδαγωγοί της ανθρώπινης ψυχής μόνο οι ποιητές που χρησιμοποιούν με χρηστό τρόπο τους μύθους.
Η είσοδος στην ιδεώδη Πολιτεία είναι apriori απαγορευμένη για τους ποιητές που ψεύδονται.

    Οι ποιητικές αφηγήσεις που εμπεριέχουν σκηνές βίας θεωρούνται επικίνδυνες για την αγωγή των παίδων.
   Η κριτική των ποιητών προς το θείο δε θα πρέπει να είναι υπονομευτική και ο Πλάτων δε θα χαριστεί ούτε στον θεϊκό ποιητή τον Όμηρο, γιατί περιέπεσε στο ολέθριο σφάλμα να αποκαλύψει τις αδυναμίες, τα πάθη και τα καμώματα των θεών.

   Η σύνθεση των νέων μύθων κατά τον αθηναίο φιλόσοφο θα πρέπει να είναι σύμφωνη με τα ηθικά ιδεώδη της Πολιτείας, ώστε οι κάτοικοί της να μη φοβούνται τον θάνατο και να είναι εκπαιδευμένοι, για να αντιμετωπίσουν με γενναιότητα και ανδρεία τις όποιες αντιξοότητες της ζωής.
Η τριπλή σχέση μεταξύ φιλοσοφίας, αλήθειας και ποίησης, ως σχέση αναπόφευκτων συγκρούσεων, υπόκειται στη γενική αντίληψη για τη φιλοσοφία αυτής της εποχής και στην κοινώς αποδεκτή θέση ότι οι ηθικές και πολιτικές αξίες θα πρέπει να ορίζουν τις αισθητικές αξίες και τους τρόπους σύνθεσης των εμπνευσμένων ποιητικών έργων.

   Ο Πλάτων θυσιάζει την ποιητική ελευθερία προς χάριν της ηθικής ακεραιότητας των κατοίκων της ουτοπικής του Πολιτείας. Το ιδεώδες της καλοκαγαθίας είναι το πλέον κυρίαρχο και είναι αυτό που καθορίζει τους αισθητικούς κανόνες και τους τρόπους εκφοράς του ποιητικού λόγου.

    Αυτό που ουσιαστικά καταδικάζει ο Πλάτων, αλλά και ο Ortega, είναι μόνο η επιρρεπής προς την εύκολη λέξη ποίηση, προς τη λέξη που, όπως αυτή των Σοφιστών αλλά και κάποιων σύγχρονων υπερρεαλιστών και μοντερνιστών ποιητών, είναι μόνο ικανή να δημιουργήσει ψευδαισθήσεις και ψεύτικες εικόνες.

 Η ποίηση που δημιουργεί ψεύτικα <<είδωλα>> είναι καταδικασμένη και απομακρυσμένη από την αλήθεια.


 Με βάση τα όσα ειπώθηκαν ως τώρα, η στάση του Πλάτωνα έναντι της γνώσης και της αλήθειας που παράγει η ποίηση συνοψίζεται στα εξής:

1) Είναι μια γνώση διαφορετική και κατώτερη απ' αυτήν της επιστήμης, που ωστόσο ασκεί τεράστια επίδραση στην ευαισθησία και στην ηθική των ανθρώπων.

2) Είναι μια γνώση επικίνδυνη, όταν καταλήγει στη χυδαιότητα, όταν εξαίρει τη βία και προβάλλει τα χυδαία ανθρώπινα πάθη καταφεύγοντας στις γλωσσικές ακρότητες.


3) Η θεϊκή προέλευση της ποίησης μετασχηματίζει το λόγο της σε αυτόνομη γνώση, γνώση που είναι σαφώς κατώτερη από τη φιλοσοφική.

    Ο Πλάτων  παραδέχεται όπως και ο Ortega ότι η μεταφορά και η έννοια είναι δυο διαφορετικές μορφές πρόσληψης της πραγματικότητας και ότι το προνόμιο της πρώτης έγκειται στο ότι πραγματοποιεί μια δαιδαλική απόδραση, φθάνοντας πιο μακριά από εκεί που μπορεί να φτάσει η δεύτερη.


   Όπως θα φανεί στη συνέχεια, ο φιλοσοφικός ουμανιστικός λόγος του Ortega προσφεύγει στην ποιητική εικόνα, στα ρητορικά σχήματα και ιδίως στη μεταφορά - όπως ο λόγος του Πλάτωνα και του Nietzsche, γιατί ξέρει και διαισθάνεται ότι η έννοια από μόνη της δεν είναι ικανή για να συλλάβει την αλήθεια του κόσμου της ζωής (Lebenswelt, Mundo de la vida).

 Ποίηση και αλήθεια στον Ορτέγα

   Το 1906 ο Ortega y Gasset  θα δημοσιεύσει στην εφημερίδα <<ο Αμερόληπτος>> ένα άρθρο που έφερε τον τίτλο <<Νέα ποίηση και παλαιά ποίηση>> στο οποίο θα υποστηρίξει ότι η τέχνη ήταν μια απόδραση από την χυδαιότητα της καθημερινής ζωής, ένα καταφύγιο προς το οποίο δραπετεύουν οι εκλεκτοί, οι απαιτητικοί άνθρωποι, για να ξεφύγουν από την πίεση του ασφυκτικού περίγυρού τους.

  Θα συμπληρώσει μάλιστα ότι όλοι θα μπορούσαμε να απολαύσουμε τα αγαθά μιας έντονης  πνευματικής ζωής, πλήρους από ικανοποιήσεις ασύμβατες με τον χυδαίο υλισμό της καθημερινότητας και τα κοινά ανθρώπινα πάθη.
Στο ερώτημα <<από τί μας απελευθερώνει η τέχνη;>> ο νεαρός τότε φιλόσοφος θα απαντήσει <<προφανώς από τη χυδαιότητα>> αυτή την καθημερινή αρρώστια που σκληρύνει καθετί το εσωτερικό και το ατομικό στον άνθρωπο.

  Ο ποιητής που δραπετεύει από  τη χυδαιότητα οραματίζεται κάτι που είναι λογικό να κατακτήσει, έναν κόσμο που δε θα είναι χυδαίος και απάνθρωπος, ονειρεύεται να δημιουργήσει ένα νέο κόσμο μισο-φανταστικό, μισο-πραγματικό, στον οποίο το απαιτητικό πνεύμα δε θα υποφέρει, όπου θα βρει το ευάρεστο κλίμα για να επιβιώσει δίχως πόνο.

   Σ' αυτό τον κόσμο θα δώσει το όνομα – που ηχεί κάπως ειρωνικά  -του ελεφάντινου πύργου. Ο σύγχρονος ποιητής - όταν αποσύρεται στον ελεφάντινο πύργο του - έχοντας ήδη βιώσει μιαν οδυνηρή συνύπαρξη με τους συνανθρώπους του σε ένα περιβάλλον βαρετό και αδιάφορο, αποσύρεται συνειδητά διότι επέλεξε αυτή τη στάση, με σκοπό να τραγουδήσει και να υμνήσει κάποιους εξωτικούς κόσμους, τους απολεσθέντες παραδείσους και τις απόμακρες και ονειρεμένες πραγματικότητες.


   Οι ιδέες των Γάλλων παρνασσιακών ποιητών και των συμβολιστών διαπερνούν αυτό το άρθρο που η  κεντρική φιλοσοφική του ιδέα είναι ένας ήπιος πλατωνισμός, θεμελιωμένος με βάση την άποψη ότι η τέχνη, εννούμενη ως καταφύγιο, μπορεί να μας σώσει από τη βαρβαρότητα και τη χυδαιότητα του κόσμου που μας περιβάλλει.

  Στο ίδιο άρθρο τονίζεται ότι ο άνθρωπος της δράσης που χαρακτηρίζεται από μια ζωική ευφορία, είναι ο δίχως ιδιαίτερο προβληματισμό άνθρωπος, αυτός ο οποίος απολαμβάνει τις χαρές της ζωής και αντιπαρέρχεται εύκολα τις λύπες της, το ον που δεν έχει ανάγκη από τέτοιου είδους διαφυγές και που ελάχιστα ενδιαφέρεται για την τέχνη και τον θεραπευτικό της ρόλο.

   Η ψυχαναλυτική διάθεση του Ortega είναι χαρακτηριστική των ευρύτερων πνευματικών ενδιαφερόντων του, γιατί σε μια εποχή που δεν είχε ακόμη φανεί στον ορίζοντα της ευρωπαϊκής κουλτούρας η  νέα τάση  της ψυχαναλυτικής ερμηνείας της λογοτεχνίας, υποστήριζε ότι ο ποιητής μην έχοντας άλλη διέξοδο δραπετεύει προς τον ελεφάντινο πύργο του προσπαθώντας να ξεφύγει από τη μονοτονία και την πλήξη μιας ζωής ανυπόφορης και πεζής, μέσω της αναζήτησης ενός διαφορετικού ρυθμού που μόνο η ποίηση θα μπορούσε να προσφέρει, όντας η κατ΄ εξοχήν τέχνη της θαλπωρής και της πλήρωσης του κενού που φυσιολογικά νιώθουν όλες οι ευαίσθητες ανθρώπινες ψυχές, οι οποίες αντιδρούν υγιώς προς κάθε εκδήλωση χυδαιότητας.

   Σε ένα άλλο κριτικό κείμενο της ίδιας εποχής, ο Ortega θα κατηγορήσει τους ποιητές και τους λογοτέχνες της παρακμής που αποστασιοποιούνται <<από κάθε ενδιαφέρον για τα ανθρώπινα, κοινωνικά και εθνικά θέματα>>, για να αφοσιωθούν δήθεν στον ιερό σκοπό της καθαρής τέχνης και ποίησης που εκτιμάται μόνο <<από τους μυημένους>> των λογοτεχνικών κύκλων.

   Ασκώντας κριτική προς τις ιδέες των μοντερνιστών θα υποστηρίξει ότι η αισθητική τους, αν και στόχευε στο να αποδοθεί μια αξία στη λέξη, εντούτοις δεν την εκλάμβανε ως έκφραση κάποιας ιδέας η συναισθήματος αλλά ως καθαρό ήχο. Οι λεξεις θα γράψει αργότερα,<<είναι λογάριθμοι των πραγμάτων, εικόνες, ιδέες και αισθήματα και θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο ως σημεία των αξιών, ποτέ ως αξίες>>.

   Η ηχητική ομορφιά των λέξεων είναι μεγάλη, κάποιες φορές <<εγώ είχα εκστασιαστεί όταν βρέθηκα αντιμέτωπος με αυτά τα σοφά, λαμπρά, ωραία φωνήεντα των ανθρώπων της Ελλάδας που έχτιζαν τις λέξεις τους όπως τους ναούς τους>>.


   <<Αλλά αυτή η ομορφιά των λέξεων>> θα συμπληρώσει <<δεν είναι ποιητική. Προέρχεται από την ανάμνηση της μουσικής που μας κάνει να βλέπουμε στη σύνθεση μιας φράσης μιαν απλή μελωδία. Είναι η μουσικότητα των λέξεων, μια δύναμη αισθητικής απόλαυσης πολύ σημαντική για την ποιητική δημιουργία, αλλά ποτέ δεν είναι το κέντρο βαρύτητας της ποίησης>>.

  Μ αυτές τις πλατωνικές ιδέες για τις σχέσεις ποίησης και μουσικής ο Ισπανός φιλόσοφος που γνώριζε ασφαλώς τον διάσημο στίχο του Verlaine, στίχο γνωστό στα λογοτεχνικά σαλόνια της εποχής, θα σταθεί στο πλευρό εκείνων των λογοτεχνών που, με πρώτο τον Miguel de Unamuno, υποστήριζαν, όντας σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τους μοντερνιστές, ότι η ποίηση δε θα έπρεπε να ταυτίζεται με την τέχνη της μουσικής ούτε να υπονομεύεται η σχέση της με τη μεταφυσική στην αγχώδη της αναζήτηση της αλήθειας και της ομορφιάς.


   Η μομφή προς τους Ισπανούς μοντερνιστές οφείλονταν στο γεγονός <<ότι αδιαφορούσαν πλήρως για τα σοβαρά εθνικά προβλήματα της Ισπανίας>> μετά την πανωλεθρία της από τους Αμερικανούς το 1898 και την συρρίκνωση του διεθνούς της γοήτρου λόγω της απώλειας των υπερατλαντικών της κτήσεων, ενώ καταγίνονταν με απομιμήσεις των ποιητικών έργων της γαλλικής decadencia, δηλαδή με θέματα που δεν είχαν καμιά σχέση με τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου και της ισπανικής ζωής γενικότερα:<<Εάν δεν έχεις καταδυθεί-θα πει στην κριτική του-μέσα στα μεγάλα ρεύματα του υπεδάφους που ενώνουν και εμψυχώνουν όλα τα ανθρώπινα όντα, εάν δε σε απασχολούν οι μεγάλες αγωνίες της αθρωπότητας και όχι το να γράφεις στους χαριτωμένους στίχους σου για κάποια χέρια που είναι λευκά ή για κάποιους κήπους που πεθαίνουν από τον έρωτα ενός ρόδου δεν είσαι ποιητής>>.


   Καταλήγοντας θα υπενθυμίσει ότι η πηγή της λυρικής ποίησης δε θα μπορούσε να είναι άλλη από τον ανθρώπινο πόνο:<<Η ποίηση είναι το άνθος του πόνου, όχι του στιγμιαίου και πρόσκαιρου, αλλά του πόνου από τον οποίο δοκιμάζεται όλη η ζωή του ατόμου. Γιατί η ολότητα μιας ζωής με τη γέννηση και το θάνατό της έλκεται ισχυρά από την πιο απόμακρη σφαίρα, από την πονεμένη σιωπηλή καρδιά του Ενός-Όλου>>.

   Η παρακμή των Ισπανών ποιητών δεν οφείλονταν μόνο στην αδιαφορία τους για τα προβλήματα της ισπανικής πολιτείας αλλά και στο γεγονός ότι, αφ' ενός μεν τραγουδούσαν χωρίς αιδώ μόνο <<για τον Arlequin και τον Pierrot, επικολλώντας φεγγαράκια από χαρτόνι πάνω σε ουρανούς από τούλι>> και αφ’ ετέρου, μιμούμενοι την παρωχημένη πια ρομαντική ποίηση δίχως να ξέρουν να αξιοποιήσουν τον πεσιμισμό της εποχής τους, αφού η τέχνη τους δεν είχε καν προσπαθήσει να γίνει πεσιμιστική>>.

   Στα 1912 ο  Ortega θα αναγνωρίσει ότι ο νικαραγουανός ποιητής Ruben Dario, που εθεωρείτο εκείνη την εποχή ο εισηγητής του λογοτεχνικού μοντερνισμού στην Ισπανία - είχε κατακτήσει την ομορφιά και το ρυθμό για την ποίηση ορίζοντας θεωρητικά και κυρίως πρακτικά τα όριά της με την πρόζα.

  Αναφερόμενος στην ποιητική δύναμη των στίχων του <<θεϊκού Ινδιάνου >> ο Ισπανός φιλόσοφος θα υποστηρίξει την πλατωνική άποψη <<ότι η ψυχή του στίχου είναι η ψυχή του ανθρώπου που τον εμπνεύστηκε>>.

   Ο πλατωνισμός του νεαρού Ortega ήταν σύμφωνος με αυτόν των Unamuno και Α.Machado, οι οποίοι πίστευαν ότι δε θα μπορούσε να υπάρξει ποίηση δίχως συναίσθημα και ότι η ποίηση ως δόνηση του πνεύματος ήταν το αποτέλεσμα της απάντησης που είχε πάρει η ανθρώπινη ψυχή από την επαφή της με τον κόσμο.

   Η ψυχή του ποιητή δεν θα έπρεπε να ικανοποιείται μόνο από το πόσο σωστά και πώς αξιοποιήθηκαν κάποιες μεταφορές, κάποιες λέξεις και κάποιοι ρυθμοί στο ποίημα, αλλά όφειλε να γίνει ένας τόπος από τον οποίο θα έπαιρνε ζωή όλο το σύμπαν, ζωή ουσιώδη όπως έλεγαν και οι Γερμανοί μυστικοί, στους οποίους είχε μυηθεί κατά την περίοδο των σπουδών του στο Marburg o νεαρός καθηγητής της μεταφυσικής.



  Στο άρθρο του για την ποίηση του Α.Machado, o Ortega θα πει ότι ο αληθινός ποιητής διαφέρει από τον φιλόσοφο- ποιητή λόγω αυτής της ιδιαίτερης κατάστασης του αισθησιασμού, που είναι πολύ πιο έντονη στον ποιητικό λόγο απ' ό,τι στον φιλοσοφικό.

   Αυτή την εποχή που ο Ortega θα υποστηρίξει ότι, αν και η μουσική και η ομορφιά δε συνιστούν από μόνες τους την ποίηση, <<η μουσικότητα και η ομορφιά των λέξεων στον ποιητικό λόγο είναι μια δύναμη αισθητικής απόλαυσης πολύ σημαντική στην ποιητική δημιουργία>>.

  Στο δοκίμιο Η απανθρωποποίηση της τέχνης που δημοσιεύτηκε το 1925, θα υποστηρίξει ότι <<η απανθρωποποιημένη ποίηση>> της εποχής του είχε ως αφετηρία τις αισθητικές ιδέες και την ποίηση του Mallarme.



  Επρόκειτο για μια ποίηση <<καθαρή>>, στην οποία είχε περιοριστεί στο ελάχιστο το ρομαντικό στοιχείο που χαρακτήριζε τα έργα των ρομαντικών ποιητών του ΧΙΧ αιώνα.

 Κατά τον γνωστό ορισμό του Paul Valery <<καθαρή ποίηση είναι εκείνη που μένει στο ποίημα, όταν έχει αφαιρεθεί απ' αυτό ό,τι δεν είναι ποίηση>>.

   Ο Ortega ωστόσο θα επιμείνει δείχνοντας την αποστασιοποίησή του από τις θεωρίες των Γάλλων συμβολιστών και προσφεύγοντας στο προσφιλές του μέσο, τη μεταφορά.

    Θα πει: <<Η ζωή είναι ένα πράγμα. Η ποίηση κάτι άλλο. Ας μη τα συγχέουμε. Ο ποιητής αρχίζει από εκεί που τελειώνει ο άνθρωπος. Το πεπρωμένο του ανθρώπου είναι να ζήσει αυτό που του έλαχε να ζήσει. Η αποστολή του ποιητή είναι να ανακαλύψει αυτό που δεν υπάρχει. Κατ' αυτό τον τρόπο μόνο αιτιολογείται το επάγγελμα του ποιητή.

   Ο ποιητής διευρύνει τον κόσμο, προσθέτοντας στο πραγματικό, που ήδη βρίσκεται εκεί από μόνο του, μια εξωπραγματική ήπειρο>>.

  Αλλά ποιες είναι οι διαδικασίες που οδήγησαν στην ύστερη νεωτερικότητα στην εμφάνιση αυτού του παράδοξου φαινομένου, στην απανθρωποποίηση της ποίησης και γενικότερα της τέχνης;
Η αποφυγή του ανεκδοτολογικού στοιχείου της ζωής, του αισθηματικού στοιχείου και η τάση τού να μην εκφράζεται η καθημερινή ζωή με τα προβλήματά της στην ποίηση.

  Αυτά ήταν τα βασικά στοιχεία της ποιητικής τέχνης και της αισθητικής θεωρίας των Γάλλων συμβολιστών και κατόπιν των μοντερνιστών ποιητών, οι οποίοι κατάληξαν στην άποψη ότι η ποίηση θα έπρεπε να δημιουργήσει μια νέα πραγματικότητα, δηλαδή το ποίημα, μια νέα καλλιτεχνική πραγματικότητα διαφορετική από την πραγματική ζωή.

 Για τον Ortega η ποίηση είναι <<η ανώτερη άλγεβρα των μεταφορών>>. Η μεταφορά είναι το πιο κατάλληλο μέσο για να επιτευχθεί στην ποίηση αυτή η αντικατάσταση της ζωής από την τέχνη.

 Ένα άλλο μέσο απόδρασης από την πραγματικότητα είναι ο υπερρεαλισμός, η αποπραγματοποίηση του κόσμου της ζωής και η επίτευξη μιας τέχνης στην οποία συμπλέκονται η μεταφορά με το λεκτικό παιχνίδι και την ειρωνεία, την οποία κάποιοι γερμανοί ρομαντικοί θεωρούσαν <<ως τη μέγιστη αισθητική κατηγορία>>.

   Ο Ortega θα υποστηρίξει ότι και η ποίηση είναι << έρευνα>> ικανή να ανακαλύψει τα γεγονότα, όπως η επιστήμη και η φιλοσοφία που χρησιμοποιούν τη μεταφορά με διαφορετικό τρόπο.
Ωστόσο ο βαθμός της αυθεντικότητας, που η μεταφορική σκέψη έχει στην ποίηση, δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτόν που έχει η μπορεί να έχει στην επιστήμη. Γιατί ενώ η επιστήμη χρησιμοποιεί τη μεταφορά, η ποίηση είναι μεταφορά ή αλλιώς διατυπωμένο, η ουσιώδης μεταφορικότητα.

   Ενώ η επιστήμη από την εποχή του Πλάτωνα, συνειδητά ή όχι, χρησιμοποιεί την ποίηση, η αυστηρή ποίηση έχει μια ποιητική ψυχή, θα πει ο Ortega, o ουσιαστικός σκοπός της ποίησης είναι να αφυπνίζει, να διεγείρει το ανθρώπινο πνεύμα.

   Η ποίηση γεννά νέες πραγματικότητες, θέτοντας τα πάντα σε διαφάνεια και αφήνοντας τα πράγματα να αναδυθούν σ' ένα πρώτο φως <<en status nacens>>

 Αλλά αυτό το δημιουργικό και αναδημιουργικό πεπρωμένο υποχρεώνει την ποίηση να δραπετεύσει από τον εαυτό της καταφεύγοντας στη μεταφορά, να αποστασιοποιηθεί από τα κοινά ονόματα και να αναζητήσει τα αυθεντικά.

   Γι' αυτό η ποίηση δεν ακολουθεί τον ευθύ δρόμο της ιδέας ή της έννοιας, αλλά ψάχνει την εικόνα που κείται κοιμωμένη μέσα στα πράγματα. Η μεταφορική σκέψη προσφέρει τα μέγιστα και στον ποιητικό και στον επιστημονικό λόγο.

   Η διαφορά έγκειται στο ότι <<εργάζεται>> σε διαφορετικά πεδία και με διαφορετικούς σκοπούς. Η φυγή από την πραγματικότητα που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη ποίηση κατά τον Ortega, αρχίζει από την ίδια τη λέξη και την ποιητική φράση - υπερρεαλιστική, συμβολιστική κ.λ.π.

 Σ' ένα δοκίμιό του για την ποίηση του Gongora, o Ισπανός φιλόσοφος θα τονίσει: <<η ποίηση είναι ευφημισμός>>.

Αυτό που επιχειρεί ο ποιητής είναι να αποφύγει το καθημερινό όνομα των πραγμάτων, τις συνήθεις χρήσεις τους, δίνοντάς τους ένα άλλο όνομα ασυνήθιστο και πρωτάκουστο.

 Σ ένα άλλο κριτικό κείμενό του εκλαμβάνοντας ως σημείο αφετηρίας ένα στίχο του Καταλανού ποιητή López Pico - o οποίος ορίζει το κυπαρίσσι ως το φάσμα μιας νεκρής φλόγας - θα επαναφέρει στη συζήτηση με τους αναγνώστες του το θέμα της ποιητικής μεταφοράς.

 Η θεωρία του συνοψίζεται στη θέση ότι κάθε μεταφορά δημιουργεί ένα νέο ποιητικό αντικείμενο που δεν είναι –στην περίπτωση του προαναφερθέντος στίχου του Pico το κυπαρίσσι ούτε η φλόγα, αλλά αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί κυπαρίσσι-φλόγα, που είναι η ταυτότητα του αισθήματος του αισθήματος του κυπαρισσιού και του αισθήματος της φλόγας στη διπλή θεώρησή τους του αναγνώστη του ποιήματος.

   Η μεταφορά εδώ δεν παράγεται στο δίπολο κυπαρίσσι-φλόγα αλλά στο δίπολο κυπαρίσσι-φάσμα της φλόγας. Η ομορφιά της ποιητικής μεταφοράς, κατά την άποψή μας, δεν έγκειται στο ότι συγκρίνουμε το κυπαρίσσι με τη φλόγα, αφού η ταυτότητα και των δύο δεν είναι πλήρης-μιας και η φλόγα κινείται ενώ το κυπαρίσσι όχι-, αλλά στο ότι συγκρίνουμε το κυπαρίσσι με το ακίνητο φάσμα της φλόγας.

  Αυτό που χαρακτηρίζει τη θεωρία της μεταφοράς του Ortega ως πλατωνική είναι το νέο αντικείμενο που προκύπτει από τη μεταφορική διαδικασία, δεν είναι ένα αντικείμενο πραγματικό αλλά εξωπραγματικό.

   Η τέχνη και κυρίως η ποίηση ,κατά τον Iσπανό φιλόσοφο, είναι ουσιαστικά αποπραγματοποίηση, διάλυση και καταστροφή των πραγματικών αντικειμένων και φυσικά ανασύνθεση των πραγματικών ειδώλων τους.

   Το ποίημα  ή <<το αισθητικό αντικείμενο>>, αυτό <<το νέο και διαφορετικό πράγμα>> φέρει μέσα του σαν ένα από τα στοιχεία του <<τον θρυμματισμό της πραγματικότητας>>.

  Το νέο που έχει να καταθέσει στο ταμείο της ποίησης ο κάθε ταλαντούχος ποιητής έχει άμεση σχέση με το λυρικό εγώ του που είναι <<ένα νέο λεξικό, ένα νέο ιδίωμα - το ύφος του - μέσω του οποίου φθάνουν σε μας αντικείμενα όπως το κυπαρίσσι-φλόγα τού Pico για το οποίο πριν γραφτεί αυτός ο στίχος δεν είχαμε καμιά είδηση>>.


  Κάθε εμπνευσμένος από την Πολύμνια ποιητής θεωρείται αναντικατάστατος, γιατί είναι μοναδικό και αναντικατάστατο το προσωπικό του ύφος, το προσωπικό του λεξιλόγιο.


 Ένας επιστήμονας <<μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι πια ξεπερασμένος λόγω των ανακαλύψεων αυτού που τον ακολούθησε. Όμως ένας ποιητής είναι πάντοτε μοναδικός και αναντικατάστατος για τον απλούστατο λόγο ότι είναι μοναδικό και αναντικατάστατο το ποιητικό του ύφος και η έμπνευσή του, δώρο των θεών.

  Ο Ortega πιστεύει όπως και ο Πλάτωνας ότι ο έρωτας του ανθρώπινου όντος για την αλήθεια, τη σοφία και την ποίηση, είναι ταυτόσημος με την εναγώνια προσπάθειά του για την ευτυχία.


  Το να είναι κανείς σύμφωνος με τις κλίσεις του, αναζητώντας την ευτυχία και την αρετή, δεν είναι καθόλου διαφορετικό απ' αυτό που αισθάνονταν και έκαναν οι μεγάλοι ποιητές ανά τους αιώνες.


  Η κλίση, θα γράψει, απευθυνόμενος στα πιο εκλεκτά πνεύματα της εποχής του, <<το επιχείρημα της δικής μας ύπαρξης, είναι ένα στημόνι καμωμένο από τη φαντασία>>. Μέσω της φαντασίας η δημιουργικότητα του ποιητή εκδηλώνεται σε όλο της το μεγαλείο.

  Δημιουργώντας και αναδημιουργώντας ο ποιητής μας δίνει και τις δύο φάσεις του θεϊκού φωτίσματος των λέξεων. Το μεγάλο λάθος <<θα ήταν να πιστέψουμε ότι η ομορφιά βρίσκεται μακριά από τα πράγματα που μας περιβάλλουν>> και να λησμονήσουμε τη φράση του Goethe ότι κάθε αληθινή ποίηση είναι ποίηση περιστασιακή (poesia de circunstancias), θα γράψει το 1914 ο Ortega.


   Γι' αυτό και δεν είναι εύκολο να ξεδιαλύνουμε το μυστήριο της δημιουργίας, γιατί ο ποιητής είναι άνθρωπος και καλλιτέχνης συνάμα, ένα όν που αποκαλύπτει συνεχώς νέες πραγματικότητες στην προσπάθειά του να υπερβεί τις αντιθέσεις του κόσμου που τον περιβάλλει.

  Αυτό τον κόσμο τον μετασχηματίζει, με  μόνο όργανο το λεξιλόγιο της εποχής του, αισθητικά και ανθρώπινα σε ποίηση.

  Η τέχνη και η ποίηση είναι κάτι περισσότερο από τη ζωή, κάτι περισσότερο από τις περιστάσεις, είναι η ύψιστη υπέρβαση της ίδιας της ζωής και των περιστάσεών της. Οι λέξεις του ποιητή δε μηδενίζουν τίποτα, γιατί ανακτώντας το νόημα του χαμένου του χρόνου δηλώνουν τον ζήλο του και την προσπάθεια που καταβάλλει για να εκφράσει τα πάντα κατά έναν τρόπο μοναδικό και ασύγκριτο.

  Η εσωτερική μυστική ζωή του ποιήματος είναι ταυτόσημη με το λυρικό εγώ του ποιητή, η σωτηρία του οποίου βρίσκεται μέσα στο ίδιο του το ποίημα. Η ποίηση δεν είναι παρά ένας τρόπος, για να κρατηθεί ανοιχτός ο διάλογος του λυρικού εγώ με τον περίγυρό του. Ο λυρισμός ορίζεται ως <<μια αισθητική προβολή της γενικής τονικότητας των ανθρώπινων συγκινήσεων και συναισθημάτων και η ύπαρξή του ταυτίζεται με τις εποχές της ακμής και σε ειδικές μόνο περιπτώσεις της παρακμής.

  Η ποιητική έμπνευση, <<η ειδικώς αισθητική θέληση του καλλιτέχνη>>, είναι η αναγκαία και ικανή συνθήκη για την παραγωγή τού έργου τέχνης. Ο Ortega θα θέσει, με τη σειρά του κι αυτός, το ερώτημα που αιώνες πριν είχε θέσει ο Πλάτων.
H δημιουργία, η γραφή είναι μόνο ένα θεϊκό δώρο ή κάτι περισσότερο;


  Στους Διαστοχασμούς του Κιχώτη (1914), θα αναφερθεί στις δύο όψεις της προσωπικότητας του ποιητή,  του ανθρώπου που βρίσκεται πάντοτε σε μια κατάσταση διπολικότητας και διάστασης,  σύστοιχης αυτής που υπόκειται στο δίπολο έργο-ζωή, τονίζοντας ότι <<το καλλιτεχνικό στοιχείο που έχει ο καλλιτέχνης είναι μόνο ένα κομμάτι του εαυτού του>>.

  Η μούσα, το εγώ καλλιτέχνης, είναι ένα εσωτερικό δαιμόνιο, που δρα επί της συνολικής προσωπικότητας του ανθρώπου και την καθορίζει όντας σε πολλές περιπτώσεις σε αμάχη και αντίθεση μαζί της.

<<Η εσωτερική μούσα ανακαλύπτει το ωραίο έργο και ο άνθρωπος που κατέχεται απ' αυτήν θα πρέπει να το μεταγράψει>>.

  Γι' αυτό ο ποιητής που κατέχεται από την Πολύμνια ή από το ποιητικό δαιμόνιο, <<δεν είναι αυτός που πάει κι έρχεται μες στη ζωή, αυτός που υποφέρει και αντέχει, αυτός που ταξιδεύει ή ζει σε ακινησία ούτε αυτός που σκέφτεται ή μισεί ή επιθυμεί>>.

   Δεν είναι <<αυτό το πεινασμένο και διψασμένο για διάλογο όν, αλλά το ον που ονειρεύεται την ομορφιά, χάρις στην επικοινωνιακή του λέξη, <<το στοιχειώδες άτομο>> που όντας μέσα στο ανθρώπινο ον <<είναι απασχολημένο αποκλειστικά με την ανακάλυψη του ωραίου>>.

  Η ποιητική δημιουργία είναι συνώνυμη της ανακάλυψης και της νεωτερικότητας και έχει νόημα μόνο ως ανταπόκριση του λυρικού εγώ του ποιητή προς τον κόσμο που τον περιβάλλει.

   Η ανθρώπινη ύπαρξη και η δημιουργία αντιστοιχούν προς τη διπλή ύπαρξη άνθρωπος-ποιητής αλλά και προς το αμάλγαμα της καθαρότητας και της ακαθαρσίας που συγκροτεί το δίπολο ζωή-έργο. Το λυρικό εγώ του ποιητή διαμορφώνεται σταδιακά και με βάση τη μακροχρόνια και σταθερή διάθεσή του <<να ξεφύγει από τα πράγματα του κόσμου που τον περιβάλλουν και να δημιουργήσει έναν άλλο κόσμο μισο-πραγματικό, μισο-φανταστικό, το έργο τέχνης, το ποίημα. Η ομορφιά της γραφής, κατά τον Πλάτωνα και τον Ortega, είναι θεϊκό δώρο, το ίδιο και η σημασία της, γι' αυτό και δεν θα πρέπει να θεωρούνται αποτελέσματα της ανθρώπινης φυγής από τα καθημερινά προβλήματα της ζωής. Σ ένα περιβάλλον << όπου κλείνουν πόρτες και παράθυρα>>, ο ποιητής δεν μπορεί να αναπνεύσει ελεύθερα, πόσο μάλλον οι υποθετικοί αναγνώστες του, θα παρατηρήσει ο Ortega. Η ποίηση έχει νόημα μόνο ως μια σχέση διαλόγου ανάμεσα στο λυρικό εγώ του ποιητή και τους υποθετικούς αναγνώστες του.

   Το <<σύμπτωμα>> του μεγάλου ποιητή είναι <<ότι μας αφηγήθηκε κάτι που κανείς ως τώρα δε μας είχε αφηγηθεί και που ωστόσο δεν είναι νέο για μας...>>, θα τονίσει ο Ortega σε μια κριτική του για την ποίηση του R.Tagore. Η χαρά στην ποίηση είναι ταυτόσημη με την ανακάλυψη του ποιητή.

  Η υψηλή ποίηση είναι πάντοτε ανακάλυψη, φως που ξεχύνεται από μια μυστηριακή πηγή και φωτίζει με έναν μοναδικό τρόπο τα ανθρώπινα πράγματα.

  Συνοψίζοντας θα πρέπει να πούμε ότι από πολύ νωρίς ο Ortega, είχε ορίσει το λυρισμό ως ένα ανεξάρτητο λογοτεχνικό είδος με ιδιαίτερη <<αισθητική βαρύτητα>> ή όπως ήδη αναφέραμε <<ως μιαν αισθητική προβολή>> των ανθρωπίνων συναισθημάτων.

 Η ποίηση σε αντίθεση προς το μυθιστόρημα, που μας εισάγει στην πραγματικότητα που μας περιβάλλει <<αποκτά την ιδιαίτερή της χάρη αποκαλύπτοντας με την ολύμπια αθωότητά της, τα ενδότερα της ανθρώπινης ύπαρξης>>.

  Ο λυρισμός είναι <<μια εξωτερίκευση>>, μια προβολή των δρώμενων της ζωής μες στην ψυχή του ποιητή, ο οποίος με την τέχνη του πείθει τον αναγνώστη για τη σπουδαιότητά τους.

  Η τέχνη γενικά <<είναι τέχνημα, φάρσα, θαυματουργική ικανότητα αποπραγματοποίησης της ανθρώπινης ύπαρξης>>.

   Το φυσικό ποτέ δεν θα είναι καλλιτεχνικό, αν δε περάσει από το εργαστήρι του ποιητή που του επιβάλλει μια άλλη φύση, μέσω αυτής της φιλοσοφικής και αισθητικής κατηγορίας που ονομάζουμε <<ύφος>>, για να προκύψει το δημιούργημα, το έργο τέχνης, που δεν υπήρχε πριν στον κόσμο.

   Το ύφος του κάθε αυθεντικού ποιητή συνιστά μια μοναδική εκλογή και επιλογή των εκφραστικών μέσων που η γλώσσα και η κουλτούρα της εποχής του προσφέρουν και τίποτα περισσότερο.
Το ταλέντο είναι επεξεργασία του ταλέντου και το πιο ενδιαφέρον στοιχείο από τις βιογραφίες των μεγάλων ποιητών δεν είναι για τον Iσπανό φιλόσοφο η πάλη τους με τον κόσμο που τους περιέβαλλε, αλλά η πάλη τους <<με το εσωτερικό τους πεπρωμένο, με την ίδια την κλίση τους>>.

 Το ποίημα εννοούμενο ως έργο τέχνης, ως τελικό αποτέλεσμα, δεν είναι μόνο η απόδειξη αυτής  της κλίσης αλλά  ο προνομιακός τρόπος της πλήρους επιβεβαίωσής της. Ο Ortega, όπως και ο Πλάτων, θα διαιρέσει το κοινό της ποίησης σε δυο κλάσεις ανθρώπων, σ' αυτούς που την κατανοούν και σ' αυτούς που δεν την κατανοούν για διάφορους λόγους.

   Η θεωρία του για την εκλεκτή-πνευματική μειοψηφία (minoria espiritualmente selecta), είναι πλατωνικής προέλευσης όπως και η άποψή του ότι όλες οι εποχές είχαν δυο τύπους τέχνης, μια για τις μειοψηφίες τις ικανές να προσεγγίσουν τις αξίες της υψηλής ποίησης και μια άλλη τέχνη για τις μάζες, ρεαλιστική, τείνουσα κάποτε προς τη χυδαιότητα και πρόσφορη σε όλους.

   Οι υψηλές αισθητικές απολαύσεις κατά τον Ισπανό φιλόσοφο, είναι προσιτές μόνο από τα ανώτερα πνεύματα γι' αυτό και τις αποκαλεί  placerεs inteligentes.

  Αντιπαραθέτοντας την εκλεκτή μειοψηφία προς τη μάζα θα πει ότι ο δημιουργικός ρόλος τής πρώτης δεν καθορίζεται από την κοινωνική πραγματικότητα ούτε είναι προϊόν της.

  Από τη μάζα προέρχονται τα αισθήματα αλλά όχι και οι αξίες του καλλιτεχνικού ύφους που ορίζουν την ατομική αισθητική και την ιδιαίτερη λογική και ευφυΐα του καλλιτέχνη. Η ποίηση είναι πάντοτε καρπός μιας εσωτερικής ατομικής εξέγερσης.

  Δεν προέρχεται από την κοινωνία εννοούμενη ως μάζα, αλλά από κάποιους εκλεκτούς ανθρώπους, τους καλλιτέχνες, που μέσα τους ζει και εργάζεται ένα εμπνευσμένο από τους θεούς υπερβατικό πνεύμα. Υπό την επίδραση των ιδεών του M.Heidegger o Ortega, θα προβεί σε μια διάκριση μεταξύ φιλοσοφικού και λογοτεχνικού ύφους καταλήγοντας στην άποψη ότι η ποίηση είναι σε τελευταία ανάλυση <<λόγος ουσιαστικοποιημένος>>, <<λόγος για το λέγειν>>, έντονη <<επιθυμία του ομιλείν>> αλλά και του μεταφορίζειν ώσπου να προκύψει το ποθητό αποτέλεσμα: <<το αυθεντικό όνομα των πραγμάτων>>.

 Ο έρωτας του ποιητή <<για τη λέξη>> δεν μπορεί να αναιρέσει τον έρωτά του για τη <<σοφία>>, γιατί, όσον αφορά την έσχατη ρίζα τους, η <<λέξη>> και η <<σοφία>> ταυτίζονται.

  Δε μπορεί να υπάρξει σοφία δίχως λέξεις ούτε το αντίθετο. Υπ' αυτή την έννοια η φιλολογία και η φιλοσοφία είναι επιστήμες συγγενείς και τα όρια μεταξύ φιλοσοφικού και ποιητικού λόγου, όπως το απέδειξε με τα έξοχα φιλοσοφικά-ποιητικά του κείμενα το νεανικό είδωλο του Ortega, o Nietzsche, είναι κάποτε ασαφή.


  H γλώσσα της φιλοσοφίας και της ποίησης είναι ο δημιουργός των πραγμάτων. Τα ίδια τα πράγματα αποκτούν μιαν αξία και ένα όνομα αφ' ης στιγμής τα ονοματίσει ο ίδιος ο άνθρωπος.

  Η ποίηση, από τις απαρχές της, προσφεύγοντας στο μύθο, αφηγούμενη μύθους, στόχευε πάντοτε στην οικοδόμηση μιας άλλης γλώσσας πιο πειστικής, αφού οι μύθοι όπως και η λογοτεχνία γενικά, είχαν τη δύναμη να διευρύνουν το πεδίο της ανθρώπινης ευαισθησίας.

  Η ποίηση όμως <<ουσιαστικά δεν είναι γλώσσα. Χρησιμοποιεί τη γλώσσα για να την υπερβεί μιας και προτίθεται να εκφράσει αυτό που η γλώσσα  sensus stricto  δεν μπορεί να πεί>>.

  Αναδύεται λοιπόν ως μια νέα δυναμική της λέξης <<αρχίζει από εκεί που η αποτελεσματικότητα της γλώσσας έχει τελειώσει>>.

 Ο Ortega  ορίζει το <<ονομάζειν>>(nombrar) ως μια λειτουργία της ποίησης.


  Η ποίηση, κατά συνέπεια, έχει μια διπλή υπόσταση: 1) Είναι η γνώση της αλήθειας, <<είναι ένας τρόπος της γνώσης ή, ειπωμένο με άλλες λέξεις, ότι το λεχθέν από την ποίηση είναι αλήθεια>> και 2) μας επισημαίνει την ανθρώπινη ανάγκη της αναδημιουργίας στην οποία υποβάλλεται η γλώσσα, απαγορεύοντάς της την αγκύλωση και τον μαρασμό ή τον εκφυλισμό σε απλή χρήση>>.


 Η ποίηση ως γνώση, ως ανακάλυψη και ως αισθητική προβολή μιας άλλης πραγματικότητας οδηγεί την ίδια τη γλώσσα σε μιαν υπέρβαση των ορίων της και των κοινότυπων καθημερινών εκφορών της.


  Η λέξη του ποιητή είναι <<η εσωτερική λέξη>>, για την οποία ήδη έγινε λόγος, <<λέξη συνολική και λέξη πρωταρχική, λέξη μήτρα και αρχέτυπο>>.


  Κάθε ποιητική λέξη μας οδηγεί στις απαρχές της φιλοσοφίας και της ποιητικής, στον Πλάτωνα και στο λόγο του Σωκράτη. Η ποίηση ως ζήλος για την αλήθεια οδηγεί τη γλώσσα στον αντίποδά της, στη σιωπή.

  Γράφοντας για τον Mallarme o Ortega θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ποίησή του είναι ένα είδος <<εύγλωττης σιωπής>>.

   Αποσιωπώντας τα άμεσα ονόματα των πραγμάτων προβάλλει την ψυχή της ως ένα θελκτικό αίνιγμα.
Η ποίηση <<είναι αυτό και τίποτα περισσότερο, μια ανδρεία απόδραση, μια παθιασμένη προσπάθεια για την αποφυγή των πραγματικοτήτων>>.

   Η σιωπή του Mallarme, ήταν η άρθρωση της σιωπής του κόσμου και της γλώσσας, η ποιητική έκφραση της σιωπής. Η ποίηση γενικά για τον Ortega είναι μια αμάχη ακατάπαυστη με τη σιωπή ή με τις σιωπές που περικυκλώνουν τον κόσμο.

  Έναντι της σιωπής του κόσμου είναι <<λόγος αυθεντικός>> (decir originario), λόγος θεϊκός, θέληση της γλώσσας, θέληση ριζική ενός παράξενου όντος, του ποιητή, που μοναδική του έγνοια είναι να γίνει ο πραγματικός κόσμος στον οποίο ζει κατοικήσιμος.

  Μόνο ο ποιητικός λόγος με τις μεταφορές του και τα ποικίλα ρητορικά του σχήματα, ως το αυθεντικό όνομα των πραγμάτων, μπορεί να υπερβεί το χάσμα που χωρίζει τη λέξη από τη σιωπή που την περικυκλώνει.

  Η ποίηση από την εποχή του Πλάτωνα ως την εποχή του Ortega - που είναι η δική μας εποχή της κρίσης και της <<έκλειψης του λόγου>> - αναδύονταν πάντοτε από την ενδοχώρα της σιωπής.


  Ο σκοπός της ήταν ταυτόσημος με τη βασικότερη λειτουργία της που ποτέ δεν άλλαξε. Το δαιμόνιο που ωθούσε τον ποιητή από την εποχή του Πλάτωνα ως σήμερα είναι το ίδιο, ίδιος είναι και ο σκοπός του:να οδηγηθεί η εκφραστική δυναμικότητα της καθημερινής γλώσσας των ανθρώπων έως τα άκρα της, ως την ποίηση και την ποιητική αλήθεια του κόσμου που είναι και η αλήθεια κάθε αληθινής φιλοσοφίας.